Ο ξηρός καρπός.
Ονομασία - Προέλευση
Κούννα ονομάζουμε γενικά τον ξηρό καρπό (Πέτρου-Ποιητού 2013, λήμμα Κούννα, 68).
Ο Κωνσταντίνος Γ. Γιαγκουλλής σημειώνει πως πρόκειται για τον καρπό (ψίχα) αμυγδάλου, καρυδιού κ.ά. (Γιαγκουλλής 2009, λήμμα κούννα,η, 228). Το ίδιο επισημαίνει και ο Γεώργιος Λουκάς στο Γλωσσάριό του (Κυπρή 1979 [2002²], λήμμα κοῦννα,η, 244). Ο Ξενοφώνς Π. Φαρμακίδης στο Γλωσσάριό του ορίζει ως κούννα την ψίχα των κοκκώνων, δηλαδή των κουκουτσιών, και των αμυγδάλων (Κυπρή 1983 [2003²], λήμμα κοῦννα,η, 19).
ΕΤΥΜ. < αρχ. κώνος (Γιαγκουλλής 2009, λήμμα κούννα,η, 228), ο βοτρυοειδής καρπός του στροβίλου· ίσως από τον καρπό των κουκουναριών ή των κώνων < κῶν-ος, -ια ή κῶννα, κοῦννα (Κυπρή 1979 [2002²], λήμμα κοῦννα,η, 244)
< ιταλ. conno [conno = καρπός πεύκου] (Πέτρου-Ποιητού 2013, λήμμα Κούννα, 68)
< λατ. cuneus [cuneus = σφήνα, έμβολο], διότι και η κούννα είναι όπως τη σφήνα ή το έμβολο μέσα σε κέλυφος (Κυπρή 1979 [2002²], λήμμα κοῦννα,η, 244)
συνεκδοχικά σημαίνει τον καθαρό, λευκό όμορφο: «Ἐξουρίσθην, ἐλούθην κι ἐγίνην κοῦννα» (Κυπρή 1979 [2002²], λήμμα κοῦννα,η, 244)
Συμπληρωματικές Πληροφορίες - Βιβλιογραφία
Γιαγκουλλής Κ. Γ. (2009), Θησαυρός Κυπριακής Διαλέκτου. Ερμηνευτικό, Ετυμολογικό, Φρασεολογικό και Ονοματολογικό Λεξικό της Μεσαιωνικής και Νεότερης Κυπριακής Διαλέκτου, Βιβλιοθήκη Κυπρίων Λαϊκών Ποιητών,70, Εκδόσεις Theopress, Λευκωσία.
Κυπρή Θ. Δ. (επιμ.) (1979 [2002²]), Υλικά διά την σύνταξιν ιστορικού λεξικού της κυπριακής διαλέκτου, Μέρος Α΄, Γλωσσάριον Γεωργίου Λουκά, Δημοσιεύματα του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών, XLI, Λευκωσία.
Κυπρή Θ. Δ. (επιμ.) (1983 [2003²]), Υλικά διά την σύνταξιν ιστορικού λεξικού της κυπριακής διαλέκτου, Μέρος Β΄, Γλωσσάριον Ξενοφώντος Π. Φαρμακίδου, Δημοσιεύματα του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών, IX, Λευκωσία.
Πέτρου-Ποιητού Ε. (2013), Από πού κρατάει η σκούφια τους. Λέξεις και ιστορίες από τον κόσμο της γεύσης, Εκδόσεις Επιφανίου, Λευκωσία.
Αργυρώ Ξενοφώντος, Τόνια Ιωακείμ