Ονομασία - Προέλευση
Το κουρκούτι είναι χυλός, κυρίως από αλεύρι, νερό και αλάτι (Μπαμπινιώτης 2005, λήμμα κουρκούτι,το, 946).
ΕΤΥΜ. < μεσν. κουρκούτιν / κορκότον ή περσ. kükürt (Γιαγκουλλής 2009, λήμμα κουρκούτιν,το, 232), που σημαίνει θειάφι, λόγω της ομοιότητας του χρώματος (Μπαμπινιώτης 2005, λήμμα κουρκούτι,το, 946)
< τουρκ. kürkkü [kürkkü = χυλός που καλύπτει διάφορα λαχανικά ή άλλα και τηγανίζεται] (Πέτρου-Ποιητού 2013, λήμμα Κουρκούτι, 70)
Συμπληρωματικές Πληροφορίες - Βιβλιογραφία
Γιαγκουλλής Κ. Γ. (2009), Θησαυρός Κυπριακής Διαλέκτου. Ερμηνευτικό, Ετυμολογικό, Φρασεολογικό και Ονοματολογικό Λεξικό της Μεσαιωνικής και Νεότερης Κυπριακής Διαλέκτου, Βιβλιοθήκη Κυπρίων Λαϊκών Ποιητών,70, Εκδόσεις Theopress, Λευκωσία.
Μπαμπινιώτης Γ. (2005), Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας. Με σχόλια για τη σωστή χρήση των λέξεων. Ερμηνευτικό, Ορθογραφικό, Ετυμολογικό, Συνωνύμων-Αντιθέτων, Κυρίων Ονομάτων, Επιστημονικών Όρων, Ακρωνυμίων, Κέντρο Λεξικολογίας, Αθήνα.
Πέτρου-Ποιητού Ε. (2013), Από πού κρατάει η σκούφια τους. Λέξεις και ιστορίες από τον κόσμο της γεύσης, Εκδόσεις Επιφανίου, Λευκωσία.
Αργυρώ Ξενοφώντος, Τόνια Ιωακείμ