λαχματζ̆ού [λαχματζού],το

Είδος αρμένικης πίτσας, που υιοθετήθηκε στην Κύπρο στα νεότερα χρόνια.





Ονομασία - Προέλευση
Κυπριακή Ονομασία
λαχματζ̆ού
Ελληνική Ονομασία - Περιγραφή

Πρόκειται για είδος αρμένικης πίτσας από κρέας, ντομάτα και λεπτή πίτα (Γιαγκουλλής 2009, λήμμα λαχματζ̆ού,το, 251).

Γλωσσικές Παρατηρήσεις

ΕΤΥΜ. < τουρκ. lahmacun < αραβ. lahm 'acīn (Γιαγκουλλής 2009, λήμμα λαχματζ̆ού,το, 251)
< αρχ. συρ. lah mazun [lah mazun = κιμάς αναμεμειγμένος], λαχμάν [λαχμάν = θερμότατο και κοκκινωπό ψωμί] και zun [κρέας] (Πέτρου-Ποιητού 2013, λήμμα Λαχματζούν, 76)

Βιβλιογραφία

Γιαγκουλλής Κ. Γ. (2009), Θησαυρός Κυπριακής Διαλέκτου. Ερμηνευτικό, Ετυμολογικό, Φρασεολογικό και Ονοματολογικό Λεξικό της Μεσαιωνικής και Νεότερης Κυπριακής Διαλέκτου, Βιβλιοθήκη Κυπρίων Λαϊκών Ποιητών,70, Εκδόσεις Theopress, Λευκωσία.

Πέτρου-Ποιητού Ε. (2013), Από πού κρατάει η σκούφια τους. Λέξεις και ιστορίες από τον κόσμο της γεύσης, Εκδόσεις Επιφανίου, Λευκωσία.

Ερευνητής/Καταχωρητής

Αργυρώ Ξενοφώντος, Τόνια Ιωακείμ