Ορτύκι (με κοντή και λιπαρή ουρά) / Παχιά και με κοντή ουρά κότα.
Ονομασία - Προέλευση
Πρόκειται για το ορτύκι (Γιαγκουλλής 2009, λήμμα λαρτοκουντούτιν,το - λαρτοκουντούρα,η, 250; Πέτρου-Ποιητού 2013, λήμμα Λαρτοκουντούρι, 76; Κυπρή 1983 [2003²], λήμμα λαρτοκουντούριν,το, 21; Κυπρή 1979 [2002²], λήμμα λαρδονουντούριν,το, 273), που έχει κοντή και λιπαρή ουρά (Γιαγκουλλής 2009, λήμμα λαρτοκουντούτιν,το - λαρτοκουντούρα,η, 250; Κυπρή 1989, λήμμα λαρτοκουντούριν,το, 86). Επίσης, σημαίνει την παχιά με κοντή ουρά κότα (Γιαγκουλλής 2009, λήμμα λαρτοκουντούτιν,το - λαρτοκουντούρα,η, 250).
ΕΤΥΜ. < λαρτίν (lar(i)dum) + κουντούριν < κούντουρος < κοντός (Γιαγκουλλής 2009, λήμμα λαρτοκουντούτιν,το - λαρτοκουντούρα,η, 250), δηλαδή κοντοπάχουλος (Πέτρου-Ποιητού 2013, λήμμα Λαρτοκουντούρι, 76)
πληθ. τα λαρτοκουντούρκα (Κυπρή 1983 [2003²], λήμμα λαρτοκουντούριν,το, 21)
Στο Γλωσσάριο του Γεωργίου Λουκά η λέξη σημειώνεται ως λαρδοκουντούριν (Κυπρή 1979 [2002²], λήμμα λαρδονουντούριν,το, 273).
Συμπληρωματικές Πληροφορίες - Βιβλιογραφία
Γιαγκουλλής Κ. Γ. (2009), Θησαυρός Κυπριακής Διαλέκτου. Ερμηνευτικό, Ετυμολογικό, Φρασεολογικό και Ονοματολογικό Λεξικό της Μεσαιωνικής και Νεότερης Κυπριακής Διαλέκτου, Βιβλιοθήκη Κυπρίων Λαϊκών Ποιητών,70, Εκδόσεις Theopress, Λευκωσία.
Κυπρή Θ. Δ. (επιμ.) (1979 [2002²]), Υλικά διά την σύνταξιν ιστορικού λεξικού της κυπριακής διαλέκτου, Μέρος Α΄, Γλωσσάριον Γεωργίου Λουκά, Δημοσιεύματα του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών, XLI, Λευκωσία.
Κυπρή Θ. Δ. (επιμ.) (1983 [2003²]), Υλικά διά την σύνταξιν ιστορικού λεξικού της κυπριακής διαλέκτου, Μέρος Β΄, Γλωσσάριον Ξενοφώντος Π. Φαρμακίδου, Δημοσιεύματα του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών, IX, Λευκωσία.
Κυπρή Θ. Δ. (επιμ.) (1989), Υλικά διά την σύνταξιν ιστορικού λεξικού της κυπριακής διαλέκτου, Μέρος Γ΄, Γλωσσάριον Ιωάννου Ερωτοκρίτου, Δημοσιεύματα του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών, XIV, Λευκωσία.
Πέτρου-Ποιητού Ε. (2013), Από πού κρατάει η σκούφια τους. Λέξεις και ιστορίες από τον κόσμο της γεύσης, Εκδόσεις Επιφανίου, Λευκωσία.
Αργυρώ Ξενοφώντος, Τόνια Ιωακείμ