μάραθος,ο

Ονομασία - Προέλευση
Κυπριακή Ονομασία
μάραθος
Ελληνική Ονομασία - Περιγραφή

μάραθο, μάραθος (μτγν.) (Μπαμπινιώτης 2005, λήμμα μάραθο,το, 1048)

Ποώδες αρωματικό φυτό με άρωμα παρόμοιο με του γλυκάνισου, που χρησιμοποιείται στη μαγειρική και τη φαρμακευτική (Μπαμπινιώτης 2005, λήμμα μάραθο,το, 1048).

Γλωσσικές Παρατηρήσεις

ΕΤΥΜ. < αρχ. μάραθον (Μπαμπινιώτης 2005, λήμμα μάραθο,το, 1048)

Επιστημονική ονομασία: Foeniculum vulgare (Κυπρή 1983 [2003²], λήμμα μάραθοι,οι, 176)

πληθ. οι μάραθοι (στη Νεοελληνική χωρίς πληθ.) (Μπαμπινιώτης 2005, λήμμα μάραθο,το, 1048)

Μέθοδος Εξασφάλισης
Συλλογή
Μέθοδος Επεξεργασίας

Το εδώδιμο άγριο χόρτο μάραθος το έβραζαν στο Παλαιχώρι και πρόσθεταν λίγο λάδι και αλεύρι. Τον έβαζαν, επίσης, στα όσπρια (Ψιλλίτα-Ιωάννου 2010, 59).

Χρονολογία
19ος - 21ος αι.
Βιβλιογραφία

Κυπρή Θ. Δ. (επιμ.) (1983 [2003²]), Υλικά διά την σύνταξιν ιστορικού λεξικού της κυπριακής διαλέκτου, Μέρος Β΄, Γλωσσάριον Ξενοφώντος Π. Φαρμακίδου, Δημοσιεύματα του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών, IX, Λευκωσία.

Μπαμπινιώτης Γ. (2005), Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας. Με σχόλια για τη σωστή χρήση των λέξεων. Ερμηνευτικό, Ορθογραφικό, Ετυμολογικό, Συνωνύμων-Αντιθέτων, Κυρίων Ονομάτων, Επιστημονικών Όρων, Ακρωνυμίων, Κέντρο Λεξικολογίας, Αθήνα.

Ψιλλίτα-Ιωάννου Π. (2010), Παλαιχώρι: Ιστορία και Πολιτισμός, Πλατύπους Εκδοτική, Αθήνα.

Ερευνητής/Καταχωρητής

Στάλω Λαζάρου, Σάββας Πολυβίου, Αργυρώ Ξενοφώντος