μάτσ̆ες (μάτσες),οι

Είδος λειωμένων σταφίδων.





Ονομασία - Προέλευση
Κυπριακή Ονομασία
μάτσ̆ες, μάκκες
Ελληνική Ονομασία - Περιγραφή

Πρόκειται για γλυκόξινο κατασκεύασμα από λειωμένες ρώγες μαύρου σταφυλιού (Γιαγκουλλής 2009, λήμμα μάτσ̆ες,οι, 276), που τοποθετούνται σε κούμνες και υπόκεινται ζύμωση (Πέτρου-Ποιητού 2013, λήμμα Μάτσιες, 85). Χρησιμοποιούνται αντί μαρμελάδας (Γιαγκουλλής 2009, λήμμα μάτσ̆ες,οι, 276).

Γλωσσικές Παρατηρήσεις

ΕΤΥΜ. < μακκώννω [μακκώννω = τσαλακώνω] (Γιαγκουλλής 2009, λήμμα μάτσ̆ες,οι, 276; Πέτρου-Ποιητού 2013, λήμμα Μάτσιες, 85). Κατά Καραποτόσογλου, από τουρκ. maççez (Γιαγκουλλής 2009, λήμμα μάτσ̆ες,οι, 276)
Ο Ιωάννης Ερωτόκριτος σημειώνει στο Γλωσσάριό του πως ίσως η λέξη έχει σχέση με το μάζα, το οποίο λέγεται και μάτσα, δηλαδή δέσμη (Κυπρή 1989, λήμμα μάκκα,η, 207).

εν. μάκκα (Πέτρου-Ποιητού 2013, λήμμα Μάτσιες, 85; Κυπρή 1979 [2002²], λήμμα μάκκα,η, 292)· σύμφωνα με τον Ερωτόκριτο ο ενικός είναι σχεδόν άχρηστος. Απαντά στην παροιμιώδη φράση: «Ὁ τσούρουλλος ἒφαν τήν μάκκαν τζ̆ι ἐμέθυσεν τζ̆ι ἐφώναξεν "ποῦ γεράτζ̆ια να τά σ̆σ̆ίσω, ποῦ φαρκόνια νά τά φάω" τζ̆ι ἃμα τζ̆ι ἐσ̆σ̆ιάστην τήν ὀσ̆σ̆ιάν τοῦ ζάνου, ἐτρύπωσεν ’πό κάτω ’πού τόν βῶλον». Λέγεται για τους αδύνατους και ανίσχυρους, οι οποίοι, θέλοντας να επιδείξουν τόλμη, αναλαμβάνουν επιδεικτικώς ή επιχειρούν να πράξουν πράγματα υπέρτερα της δύναμής τους, τα οποία εγκαταλείπουν προ του ελαχίστου προσκόμματος ή κινδύνου (Κυπρή 1989, λήμμα μάκκα,η, 207).

Τις μάτσ̆ες συνήθιζαν οι αγρότες να τις καταναλώνουν το καλοκαίρι στο θέρος: «Τές μάκκες σύναέ τες, νά τρῶμεν τό καλοκαίριν» (Κυπρή 1979 [2002²], λήμμα μάκκα,η, 292).

Μέθοδος Εξασφάλισης
Συλλογή
Μέθοδος Επεξεργασίας

«Οι μάτσ̆ες ήταν σταφύλια, τα οποία αποξηραίνονταν πάνω στο αμπέλι (σταφίδια). Τα αποθήκευαν μέσα στα κουμνιά» (Προφ. μαρτυρία: Ξενοφών Λαζάρου, 74 ετών, Πολιτικό - Λευκωσία).

Η κα Μαρίνα Κάττου από το Βουνί Λεμεσού αναφέρει: «Εξερανίσκαν πάνω στην κουζούπαν τζ̆αι επιάνναμεν τα και εγεμώνναμεν έναν βαζούιν και ετρώαμεν τα.»

Οι λειωμένες ρώγες των σταφυλιών, δηλαδή οι «σκάρτες», αφαιρούνταν από τις γυναίκες και τα παιδιά κατά τη διάρκεια του τρύγου από τα τσαμπιά και συγκεντρώνονταν μέσα σε κουρελλόν για να γίνουν μάτσ̆ες, δηλαδή είδος μαρμελάδας που γινόταν χωρίς βράσιμο, ύστερα από εξάτμιση και μερική ζύμωσή τους. Η γεύση των ματσ̆ών ήταν γλυκόξινη και ευχάριστη. Τις φύλαγαν μετά την παρασκευή τους σε μικρές κούμνες (Ιωνάς 2001, 102).

Ο Χαμπής Χριστοδούλου Νύσση (γεννηθείς το 1898 στη Λεμύθου, Λαογραφικό Αρχείον Τ. 566, Χφ. 1) αναφέρει: «Μάτσ̆ες έν’ τα λιωμένα σταφύλια, τα σκάρτα» (Ιωνάς 2001, 104).

Διατροφική Αξία

Τα χρησιμοποιούσαν σαν επιπρόσθετο πάνω στο πιλάφι από πουργούρι. Θεωρούνταν πολύ πιο εύγευστα από τα σταφίδια, τα οποία παρασκευάζονταν με τη συμβατική μέθοδο αποξήρανσης (Προφ. μαρτυρία: Ξενοφών Λαζάρου, 74 ετών, Πολιτικό - Λευκωσία).

Οι ματσ̆ές ήταν σαν μαρμελάδα με γλυκόξινη και ευχάριστη γεύση. Συνήθως, καταναλώνονταν από τους Κύπριους τον χειμώνα τις ημέρες που νήστευαν. Το μπούκκωμαν και το κολατσιό των παιδιών στο σχολείο πολλές φορές περιλάμβανε μάτσ̆ές (Ιωνάς 2001, 102).

Χρήση από Ηλικιακές Ομάδες
Παιδιά
Χειρωνάκτες
Χρονολογία
19ος - 20ός αι.
Βιβλιογραφία

Γιαγκουλλής Κ. Γ. (2009), Θησαυρός Κυπριακής Διαλέκτου. Ερμηνευτικό, Ετυμολογικό, Φρασεολογικό και Ονοματολογικό Λεξικό της Μεσαιωνικής και Νεότερης Κυπριακής Διαλέκτου, Βιβλιοθήκη Κυπρίων Λαϊκών Ποιητών,70, Εκδόσεις Theopress, Λευκωσία.

Ιωνάς Ι. (2001), Τα παραδοσιακά επαγγέλματα της Κύπρου, Δημοσιεύματα του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών, ΧΧΧVΙΙ, Λευκωσία.

Κυπρή Θ. Δ. (επιμ.) (1979 [2002²]), Υλικά διά την σύνταξιν ιστορικού λεξικού της κυπριακής διαλέκτου, Μέρος Α΄, Γλωσσάριον Γεωργίου Λουκά, Δημοσιεύματα του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών, XLI, Λευκωσία.

Κυπρή Θ. Δ. (επιμ.) (1983 [2003²]), Υλικά διά την σύνταξιν ιστορικού λεξικού της κυπριακής διαλέκτου, Μέρος Β΄, Γλωσσάριον Ξενοφώντος Π. Φαρμακίδου, Δημοσιεύματα του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών, IX, Λευκωσία.

Κυπρή Θ. Δ. (επιμ.) (1989), Υλικά διά την σύνταξιν ιστορικού λεξικού της κυπριακής διαλέκτου, Μέρος Γ΄, Γλωσσάριον Ιωάννου Ερωτοκρίτου, Δημοσιεύματα του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών, XIV, Λευκωσία.

Πέτρου-Ποιητού Ε. (2013), Από πού κρατάει η σκούφια τους. Λέξεις και ιστορίες από τον κόσμο της γεύσης, Εκδόσεις Επιφανίου, Λευκωσία.


Προφ. μαρτυρίες:

Ξενοφών Λαζάρου, 74 ετών, Πολιτικό - Λευκωσία. Καταγραφή: Στάλω Λαζάρου, Οκτώβρης 2010. Επιμ. Στάλω Λαζάρου.

Μαρίνα Κάττου, 65 ετών, Βουνί - Λεμεσός. Καταγραφή: Ζηνοβία Χαραλάμπους, Οκτώβρης 2010. Επιμ. Στάλω Λαζάρου.

Ερευνητής/Καταχωρητής

Στάλω Λαζάρου, Δήμητρα Δημητρίου, Αργυρώ Ξενοφώντος, Τόνια Ιωακείμ