Ονομασία - Προέλευση
Η ρίγανη είναι θαμνώδες αρωματικό φυτό, που καλλιεργείται για τα φύλλα (και τα άνθη) του, τα οποία αποξηραμμένα και τριμμένα αποτελούν τυπικό καρύκευμα της μεσογειακής κουζίνα λόγω της έντονης γεύσης και του αρώματός τους (Μπαμπινιώτης 2005, λήμμα ρίγανη,η, 1545).
ΕΤΥΜ. < αρχ. ὀρίγανος,η, ὀρίγανον,το (με σίγηση του αρχικού άτονου ὀ- και αλλαγή γένους) (Μπαμπινιώτης 2005, λήμμα ρίγανη,η, 1545; Γιαγκουλλής 2014, λήμμα ρούανος - ρούβανος,ο - ρίανον,το, 466)
χωρίς γενική πληθυντικού (Μπαμπινιώτης 2005, λήμμα ρίγανη,η, 1545)
Η φράση κολοκυθάκια με (τη) ρίγανη λέγεται για ανούσια λόγια, σαχλαμάρες (Μπαμπινιώτης 2005, λήμμα ρίγανη,η, 1545).
Όταν κάποιος πει «βάλτου ρίγανη» σημαίνει ότι χάλασε το φαγητό και θέλει να το καλύψει. Το ίδιο σημαίνει για μια υπόθεση ότι πήγε στράφι (Πέτρου-Ποιητού 2013, λήμμα Ρίγανη, 126).
Συμπληρωματικές Πληροφορίες - Βιβλιογραφία
Η ρίγανη χρησιμοποιείται ευρύτατα και στη φαρμακευτική, κυρίως για τη σπασμολυτική δράση του ελαίου που παράγεται από το φυτό αυτό (οριγανέλαιο) (Μπαμπινιώτης 2005, λήμμα ρίγανη,η, 1545). Χρησιμοποιείται για πόνους στη ράχη, στα γόνατα, στους αγκώνες, στις κουτάλες, στους αρμούς κ.ά. (Γιαγκουλλής 2014, λήμμα ρούανος - ρούβανος,ο - ρίανον,το, 466).
Ο Γιώργος Σοφοκλέους στον δεύτερο τόμο της έκδοσής του «Παράθυρο στην Κύπρο μας: λαογραφική–πολιτιστική ανθολογία» σημειώνει τις ιδιότητες του ρουβανόλαου:
« ...για τες τζ̆εγκιές στην ράσ̆ην, τα γόνατα, στα νεβρά, τους αγκώνες, τες κουτάλες τζ̆αι τες κλειθκιάσεις...»
Για πόνους στη πλάτη, τα γόνατα, τα νεφρά, τα χέρια- από τον ώμο μέχρι τον αγκώνα- και τις κλειδώσεις, οι πρωτινοί χρησιμοποιούσαν το ρουβανόλαο για εξωτερικές εντριβές στα σημεία του σώματος που είχαν το πρόβλημα. Ο πάσχων, είτε έπρεπε να καταφύγει σε κάποιο «ειδικόν» πρακτικόν είτε να φτιάξει μόνος του την συνταγή, εάν βεβαίως είχε και τις ανάλογες γνώσεις.
Για να φτιάξει κανείς ρουβανόλαον, έπρεπε να μαζέψει τους καλοκαιρινούς μήνες ρούβανον -το αρσενικό της γνωστής μας ρίγανης- κατά προτίμηση τους μήνες lούλιο και Αύγουστο. Ο ρούβανος είναι παντού διάσπαρτος σε όλο το νησί και τον βρίσκει κανείς εύκολα.
Όταν λοιπόν ο ρούβανος ή ρίγανη ήταν στο στάδιο της ωρίμανσης, έπαιρναν τους ανθούς μαζί με φύλλα και τα έβαζαν σ' ένα μικρό χαρτζ̆ίν, καζάνι δηλαδή, με νερό και τα έβραζαν. Μετά, έριχναν το βρασμένο υγρό σε ένα λαδικό. Το λαδικό ήταν πήλινο αρχικά και στη συνέχεια μεταλλικό δοχείο με δυο στόμια-εξαγωγές. Η μια πάνω ψηλά, για να φεύγει το λάδι, και η άλλη κάτω χαμηλά, για να φεύγει το νερό. Με αυτό τον τρόπο έπαιρναν το λάδι της ρίγανης, το οποίο αποκαλούσαν ρουβανόλαον.
Το φύλαγαν με προσοχή και το χρησιμοποιούσαν για εντριβές για ανακούφιση από τους σωματικούς πόνους και τα «πιασίματα». Το άπλωναν στο σημείο του σώματος που είχε το πρόβλημα με φτερό κότας, συνήθως, γιατί ήταν πολύ δυνατό και έτσουζε, προσέχοντας να βάζουν τη σωστή αναλογία. Αν βέβαια από άγνοια ή απροσεξία έβαζαν περισσότερο από όσο έπρεπε, υπήρχε και το ανάλογο αντίδοτο:
«... το ρουβανόλαον θέλει πολλύν προσοχήν. Έν’ πολλά δυνατόν φάρμακο τζ̆’ έν’ μόνο για ’πόξω. ’Εν κάμνει για να το πίνεις. Άμαν το απλώσεις πά’ στο κορμίν τζ̆αι γελαστείς τζ̆αι βάλεις πολλύν, εννά σε κρούσει... Για τούτον, τρίφτου μονομιάς με λάιν της ελιάς τζ̆’ εννά σου περάσει. Το κρούσμαν μονομιάς γλυκανίσκει...» (Σοφοκλέους 2004, 136-137).
Γιαγκουλλής Κ. Γ. (2014), Θησαυρός της Μεσαιωνικής και Νεότερης Κυπριακής Διαλέκτου. Ερμηνευτικός, Ετυμολογικός, Φρασεολογικός και Ονοματολογικός, Βιβλιοθήκη Κυπρίων Λαϊκών Ποιητών,74, Λευκωσία.
Μπαμπινιώτης Γ. (2005), Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας. Με σχόλια για τη σωστή χρήση των λέξεων. Ερμηνευτικό, Ορθογραφικό, Ετυμολογικό, Συνωνύμων-Αντιθέτων, Κυρίων Ονομάτων, Επιστημονικών Όρων, Ακρωνυμίων, Κέντρο Λεξικολογίας, Αθήνα.
Πέτρου-Ποιητού Ε. (2013), Από πού κρατάει η σκούφια τους. Λέξεις και ιστορίες από τον κόσμο της γεύσης, Εκδόσεις Επιφανίου, Λευκωσία.
Σοφοκλέους Γ. (2002-2006), Παράθυρο στην Κύπρο μας: λαογραφική–πολιτιστική ανθολογία, τ. Β΄, MAGS Press, Λάρνακα.
Πηγή φωτογραφίας:
«Ρίγανη» (Βικιπαίδεια. Η ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια, «Ρίγανη», https://el.wikipedia.org/wiki/Ρίγανη)
Στάλω Λαζάρου, Αργυρώ Ξενοφώντος, Τόνια Ιωακείμ