Η μουριά.
Ονομασία - Προέλευση
μουριά (Γιαγκουλλής 2009, λήμμα συκαμιά,η, 454)
Ο Ξενοφών Π. Φαρμακίδης σημειώνει στο Γλωσσάριό πως πρόκειται για τη συκομορέα (Κυπρή 1983 [2003²], λήμμα συκαμιά,η, 349).
ΕΤΥΜ. συκαμινιά < αρχ. συκάμινος, με απλολογική έκπτωση (Γιαγκουλλής 2009, λήμμα συκαμιά,η, 454)
Στον πληθ. γίνεται οι συκαμιές. Λέγεται και συκαμινιά - πληθ. οι συκαμινιές. Ο καρπός λέγεται βαβάτσινος - γεν. του βαβάτσινου - πληθ. οι βαβάτσινοι. Από τον καρπό ονομάζεται και βαβατσινιά - πληθ. οι βαβατσινιές (Κυπρή 1983 [2003²], λήμμα συκαμιά,η, 349).
Οι μουριές καλλιεργούνταν στις αρδευόμενες περιοχές (Λάπηθο, Κυθρέα, Βαρώσι, Ακανθού, Καρπασία, Μαραθάσα, Σολέα, Μόρφου, Επισκοπή της Λεμεσού, παράκτια πεδιάδα της Πάφου κ.λπ.), αλλά και στις αυλές των σπιτιών των κατοίκων σε όλο το νησί. Σε κάπως ψηλά υψόμετρα η μουριά ευδοκιμούσε περισσότερο και η ποιότητα του μεταξιού, για το οποίο χρησιμοποιούνταν τα φύλλα του δέντρου, ήταν καλύτερη (Ιωνάς 2001, 23).
Συμπληρωματικές Πληροφορίες - Βιβλιογραφία
Στα ΒΔ της επαρχίας Λάρνακας υπάρχει χωριό το οποίο ονομάζεται Βαβατσινιά, η. Βαβάτσινοι ονομάζονται και τα βατόμουρα γιατί μοιάζουν με αυτούς (Κυπρή 1983 [2003²], λήμμα συκαμιά,η, 349).
Γιαγκουλλής Κ. Γ. (2009), Θησαυρός Κυπριακής Διαλέκτου. Ερμηνευτικό, Ετυμολογικό, Φρασεολογικό και Ονοματολογικό Λεξικό της Μεσαιωνικής και Νεότερης Κυπριακής Διαλέκτου, Βιβλιοθήκη Κυπρίων Λαϊκών Ποιητών,70, Εκδόσεις Theopress, Λευκωσία.
Ιωνάς Ι. (2001), Τα παραδοσιακά επαγγέλματα της Κύπρου, Δημοσιεύματα του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών, ΧΧΧVΙΙ, Λευκωσία.
Κυπρή Θ. Δ. (επιμ.) (1983 [2003²]), Υλικά διά την σύνταξιν ιστορικού λεξικού της κυπριακής διαλέκτου, Μέρος Β΄, Γλωσσάριον Ξενοφώντος Π. Φαρμακίδου, Δημοσιεύματα του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών, IX, Λευκωσία.
Στάλω Λαζάρου, Τόνια Ιωακείμ, Αργυρώ Ξενοφώντος