αμπελοκαλλιέργεια,η

Τα αμπέλια φυτεύονταν σε σειρές που δημιουργούνταν με την τοποθέτηση καλαμιών σε ίσες αποστάσεις. Τα άτομα που χρειάζονταν για κάθε σειρά ήταν πέντε. Ο σκαλιάτουρος, που κρατούσε τη σκάλα για το άνοιγμα του λάκκου, δύο γυναίκες που έφερναν και έχυναν νερό μέσα στο λάκκο, μία γυναίκα που έβαζε την κληματόβεργα και ο παλλουκάρης που έκλεινε τον λάκκο.


Περιγραφή Τεχνικής
Περιγραφή τεχνικής

Ο αμπελουργός διέθετε και χρησιμοποιούσε τον συνηθισμένο εξοπλισμό του γεωργού, δηλαδή το άροτρο με τον ζυγό και την τσάπα. Με αυτά καλλιεργούσε το χωράφι πριν το φύτεμα του αμπελιού και αργότερα συνέχιζε το απαιτούμενο σκάλισμα μια φορά το χρόνο. Εξαίρεση αποτελούσαν οι αμπελουργοί της περιοχής των κρασοχωρίων στις νότιες πλαγιές του Τροόδους, οι οποίοι, όπως σημειώνει και ο Δ. Χριστοδούλου, συχνά δεν διέθεταν δικά τους ζώα. Το φαινόμενο όμως είχε να κάνει με το γεγονός ότι στην περιοχή αυτή γινόταν μονοκαλλιέργεια του αμπελιού για την παραγωγή οινοποιήσιμων σταφυλιών και ότι για το σκάλισμα των μεγάλων εκτάσεων που κάλυπταν τα αμπέλια χρησιμοποιούνταν ζευγολάτες που εργοδοτούνταν εποχιακά από τις γύρω περιοχές.
Τα εργαλεία που χρησιμοποιούσαν οι αμπελουργοί ήταν:
- Η σκάλα για το φύτεμα των φυτών του αμπελιού, βαρύ διχαλωτό ξύλο σε σχήμα Υ με μεγάλο και βαρύ κωνικό σίδερο στη μύτη στο κάτω μέρος για να καρφώνεται στο έδαφος και να δημιουργεί τρύπα.
- Το κλαδευτήρι, που έμοιαζε με μικρό δρεπάνι και είχε στην πίσω μεριά μικρή λάμα (τον πετεινό) για το καθάρισμα των σάπιων μερών του κορμού πάνω στο φυτό.
- Τα σταμνιά και οι κούζες για το πότισμα των φυτών μόλις φυτεύονταν.
- Η στέκα για το ίσιωμα του χώματος κατά το αμπελοφύτεμα (Ιωνάς 2001, 75).

Πριν φυτέψουν το αμπέλι, ο αμπελώνας έπρεπε να οργωθεί δύο άλετρα (δύο φορές) και να καθαριστεί από τις πέτρες. Με τις πέτρες έκτιζαν τοίχους από ξερολιθιά, στα όρια του χωριαφού ή εγκάρσια και κατά διαστήματα σε κατωφέρειες, δημιουργώντας έτσι δόμες.
Η αμπελοφύτευση άρχιζε κατά τον Μάρτη - Απρίλη και σε αυτήν χρησιμοποιούσαν κληματζίες (κληματόβεργες) με σταφυλόκομμαν [κόμπους προηγούμενης καρποφορίας]. Τις κληματζίες τις έκοβαν την εποχή του κλαδέματος (τέλη Ιανουαρίου - αρχές Φεβρουαρίου) και τις έβαζαν προσωρινά σε λάκκο με υγρασία.
Τα αμπέλια φυτεύονταν σε σειρές, οι οποίες δημιουργούνταν προηγουμένως με την τοποθέτηση καλαμιών σε ίσες αποστάσεις. Τα άτομα που χρειάζονταν για κάθε γραμμή του αμπελιού ήταν πέντε. Ένας ο σκαλιάτουρος, που θα κρατούσε τη σκάλα για το άνοιγμα του λάκκου, δύο γυναίκες που θα έφερναν και θα έχυναν νερό μέσα στο λάκκο, μία γυναίκα που θα έφερνε και θα έβαζε την κληματόβεργα και ο παλλουκάρης που θα έκλεινε τον λάκκο με τη στέκα (σκλήβωμα ή στότσιασμα).
Η φροντίδα του αμπελιού περιλάμβανε το κλάδεμα, το σκάλισμα, το μουττόκομμαν [κόψιμο της μύτης των τρυφερών βλαστών] και, κατά την περίοδο της Αγγλοκρατίας, το θειάφισμα.
Τα σταφύλια ωρίμαζαν μεταξύ της 20ής και 27ης Ιουλίου. Η συγκομιδή άρχιζε με τα σταφύλια που προορίζονταν για την παρασκευή κουμανταρίας και μοσχάτου. Ο τρύγος για τα άλλα κρασιά άρχιζε τον μήνα Σεπτέμβριο. Η εργασία κατά τον τρύγο άρχιζε με την ανατολή του ήλιου και τελείωνε το σούρουπο. Τα καλάθια με τα σταφύλια άδειαζαν μέσα στα κοφίνια, που ήταν δεμένα πάνω σε γαϊδούρια. Στη συνέχεια, τα σταφύλια μεταφέρονταν μέχρι το χωριό, για να τοποθετηθούν στην πατήστρα ή το δώμα και να αφυδατωθούν για λίγες μέρες, πριν χρησιμοποιηθούν για την κατασκευή του κρασιού ή της σταφίδας (Ιωνάς 2001, 82-90).

Σύμφωνα με την Ε. Ριζοπούλου-Ηγουμενίδου (1989, 20), η καλλιέργεια του αμπελιού άρχιζε τον lανουάριο, όταν όργωναν τα χωράφια με τα
άροτρα. Το Μάρτιο καλλιεργούσαν το χωράφι για δεύτερη φορά και τον Μάιο τρίτη και τελευταία. Τα φυτά τα «έβγαζαν», δηλαδή τα έκοβαν από το αμπέλι τον lανουάριο. Τα έδεναν με κλιματζίδες, 200-300 φυτά μαζί, και τα έβαζαν μέσα στο χώμα για να βγάλουν ρίζες ως την ημέρα που θα τα φύτευαν. Το Μάιο, την ημέρα της «φυδκιάς» [φυτέματος], καλούσαν 20-30 χωριανούς για βοήθεια, έπαιρναν τα ριζωμένα φυτά, νερό και τις «σκάλες» [φυτευτήρια] και ξεκινούσαν για το χωράφι, όπου είχαν ήδη μπει τα σημάδια που καθόριζαν την απόσταση των νέων φυτών μεταξύ τους. Παλαιότερα, έδειχναν τις θέσεις των νέων φυτών με βέργες οι πεπειραμένοι του χωριού, οι «δείκτες», ενώ αργότερα καθορίζονταν με γύψο και σχοινιά. Η μέρα της «φυδκιάς» συνοδευόταν από μεγάλη διασκέδαση και μπόλικο κρασί. Τον δεύτερο χρόνο «κεφαλώναν», κλάδευαν το φυτό που άρχιζε στο μεταξύ να κάνει σταφύλια, για να δώσουν το κατάλληλο σχήμα στην κορυφή του. Η συνεχής φροντίδα των αμπελιών ήθελε «άνθρωπο καμπούρη», κατά την κυπριακή έκφραση. Μετά τον τρύγο, η μεταφορά των σταφυλιών στις αποθήκες γινόταν με ζώα μέσα σε κοφίνια.

** Βλ. και λήμμα αμπελοφύτευση,η στην κατηγορία Τεχνικές Παραγωγής.

Κυπριακή Ονομασία
αμπελοκαλλιέργεια
Ελληνική Ονομασία - Περιγραφή

αμπελοκαλλιέργεια

Μέθοδος Επεξεργασίας
Χρονολογία
19ος - 21ος αι.
Συμπληρωματικά Στοιχεία

Η αμπελοκαλλιέργεια για την παρασκευή κρασιού κάλυπτε την περιφέρεια του ορεινού σχηματισμού του Τροόδους, κυρίως στις νότιες πλαγιές (τα κρασοχώρια) και τις ανατολικές–βορειοανατολικές (Πέρα, Λυθροδόντας, Λεύκαρα) που ήταν η περιοχή της κουμανταρίας, του περίφημου γλυκού κρασιού της Κύπρου, σε υψόμετρο μεταξύ 1500 και 3500 πόδια). Για τους κατοίκους ορισμένων χωριών, όπως τα χωριά Άρσος και Όμοδος, ακολουθείτο η τακτική της μονοκαλλιέργειας σε ό,τι αφορά τα αμπέλια.
Τα αμπέλια καλλιεργούνταν για να παράγονται επιτραπέζια σταφύλια και να παρασκευάζεται ο σουτζούκκος, τα κκεφτέρκα (των μουσταλευριών) και το έψημα των σταφυλιών (το σταφυλόμελο, το σερπέτι). Η πλειοψηφία των κατοίκων, χριστιανοί και μουσουλμάνοι, αν δεν είχαν αμπέλι, φρόντιζαν πάντοτε να έχουν μέσα στην αυλή τους μια κληματαριά για να καλύπτουν λίγο ή πολύ τις ανάγκες αυτές (Ιωνάς 2001, 22-23).

Για τη φροντίδα του αμπελιού δεν υπήρχαν λιπάσματα την παλιά εποχή και δεν γινόταν εμπλουτισμός της γης. Το κόπριν [κοπριά] των γαϊδουριών, το κόπρι από τις μάντρες των βοσκών και τα ζίβανα που απέμεναν μετά την εξαγωγή του μούστου για παραγωγή κρασιού, ξυδιού και ζιβανίας μετά το καζάνιασμαν [την απόσταξή τους], δεν χρησιμοποιούνταν όπως θα ανάμενε κανείς, διότι παραδόξως κρίνονταν επιβλαβείς από τους χωρικούς, αλλά και διότι η μεταφορά τους θεωρείτο ως πολύ δύσκολη. Οι παλιοί θεωρούσαν ότι, αν το αμπέλι τυγχάνει καλού κλαδέματος, καλού οργώματος και προσοχής από τα κοπάδια, δεν έχει ανάγκη από κόπριν: «Βάλε γέρους να με κλαδέψουν, νιούς να με τσαππίσουν, τα φύλλα μου μεν τα ταΐσεις τζαι το κόπριν σου εν το θέλω».
Το αμπέλι έπρεπε έστω και αν έμενε απεριποίητο να κλαδευτεί κάθε χρόνο διότι διαφορετικά η παραγωγή του θα αναστελλόταν για πέντε ολόκληρα χρόνια σύμφωνα με την παροιμία: «Έναν χρόνον άκλαον πέντε γρόνους άκαρπον». Εξάλλου έπρεπε να τηρείται και η άλλη παροιμία που έλεγε: « το αμπέλιν θέλει κλαδεμαν να κάμει το σταφύλι- τζι’ η κορασιά χάδεμαν τζαι φίλημαν στα σσείλη».
Το αμπέλι ήθελε κάθε χρόνο σκάλισμα. Αυτό γινόταν μετά το κλάδεμα τον μήνα Μάρτιο. Το σκάλισμα γινόταν, κατά κύριο λόγο, με το αλέτριν που οργώνονταν και τα δημητριακά. Στις περιοχές όμως που οι κλίσεις του εδάφους ήταν μεγάλες χρησιμοποιείτο και η τσάπα. Υπήρχε μάλιστα και παροιμία για το σκάλισμα του αμπελιού και κατ’ αυτή το αμπέλι απευθυνόταν προς τον ιδιοκτήτη του και έλεγε: «Δος μου στην ρίζαν, να σου δώσω στην κούζα ή δος μου στην ρίζαν να σου δώσω στην τζεφαλήν ή δος μου στην ρίζαν να σου δώσω στον κορμό». Υπήρχε και η άλλη παροιμία που έλεγε: «έναν γρόνον άκαμον [ακαλλιέργητο] εφτά γρόνους άκαρπον». Με το σκάλισμα το αμπέλι απαλλασσόταν από τις ρίζες που είχε στην επιφάνεια και αποκτούσε χωνοειδή λεκάνη για συγκράτηση των νερών των βροχών της άνοιξης.
Όταν τον Απρίλη – Μάη αναπτύσσονταν οι καρποφόροι βλαστοί με τα τσαμπιά, τότε γινόταν το μουττόκομμαν ή άλλως κουτσούλλισμαν, δηλαδή, το κόψιμο της μύτης των βορτώνων [των τρυφερών βλαστών] για να υποχρεωθεί το φυτό να δώσει και δεύτερη τζοιλιάν [παραγωγή] τσαμπιών. Το σταφύλι της πρώτης τζοιλιάς ονομαζόταν τζεφάλιν και εκείνο της δεύτερης καμπανάριν. Τα πολύ μικρά τσαμπιά, που συνήθως δεν μαζεύονταν, ονομάζονταν βλοκκοκαμπανάρα ή μουττοκαμπάναρα.
Κατά την περίοδο της Αγγλοκρατίας εισήχθηκε θειάφι και άρχισαν να γίνονται ψεκασμοί για προστασία των αμπελιών από κάποιες ασθένειες που μάστιζαν περιοδικά την παραγωγή. Ο πρώτος ψεκασμός γινόταν μόλις οι βλαστοί αναπτύσσονταν σε μέγεθος 5-6 εκατοστά και ο επόμενος τον Αύγουστο, όταν μαύριζαν τα σταφύλια (Ιωνάς 2001, 87-88).

Ποίημα για το αμπέλι:
«Αμπέλιν μου πλατόφυλλον τζαι πολλοκαρπεράτον
Ήρταν οι ρκοφελέτες μου τζαι θέλουν τα καρσά τους
για δώσε απάντησην- παίρνουν μας τ’ αμπέλιν.
Βάλε να με κλαδέψουσιν γέροι με τ’ άσπρα γένια
Τζαι βάλε να με τσαππίσουν δκυό νέα παλληκάρκα
Τζαι να με κουτσουλλίσουσιν δκυό απάρθενα κοράσια
Που τους σταυροτζέφαλους τι θέλουν να γεμώσεις
Τζαι που το μουττοκαμπάναρον να πιεις τζαι να ξιρκώσης.
Βάλε να με κλαδέψω» (Ιωνάς 2001, 88).

Βιβλιογραφία

Ιωνάς Ι. (2001), Τα παραδοσιακά επαγγέλματα της Κύπρου, Δημοσιεύματα του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών, ΧΧΧVΙΙ, Λευκωσία.

Ριζοπούλου-Ηγουμενίδου Φ. (1989), «Η αμπελοκαλλιέργεια και οι παραδοσιακοί ληνοί της Κύπρου», Τεχνολογία. Ενημερωτικό Δελτίο Κοινωφελούς Ιδρύματος Ελληνικής Τράπεζας Βιομηχανικής Αναπτύξεως, 3, 20-22.

Ερευνητής/Καταχωρητής

Ελένη Χρίστου, Τόνια Ιωακείμ, Πετρούλα Χατζηττοφή, Αργυρώ Ξενοφώντος