Περιγραφή Χώρου
Διάθεση των προϊόντων του βοσκού: Το βασικό εισόδημα του βοσκού προερχόταν από το γάλα, τα χαλούμια, το κρέας, το μαλλί και τα δικαιώματα από τη φύλαξη ξένων προβάτων. Το άρμεγμα (γάλεμα) των προβάτων γινόταν με το χέρι κάθε πρωί και βράδυ. Το δοχείο που χρησιμοποιούσαν για το άρμεγμα λεγόταν γαλευτήρι (το). Ήταν ένα πήλινο κυλινδρικό δοχείο, πιο στενό στη βάση και ανοικτό από πάνω, ύψους περίπου 30 εκατοστόμετρα, με μια διαγώνια κυλινδρική εξοχή για να αδειάζεται πιο εύκολα το γάλα.
Το γάλα που αρμεγόταν το βράδυ το έβαζαν σε ανοικτές λεκάνες, το άφηναν εκτεθειμένο στη δροσιά της νύχτας και το πρωί μάζευαν το πηχτό στρώμα που σχηματιζόταν, που λεγόταν «τσίππα». Αυτή την τσίππα την έβαζαν στη φωτιά και έπαιρναν το βούτυρο του γάλακτος, που ήταν πολύ ακριβό και εύγευστο. Αυτό το βούτυρο το χρησιμοποιούσαν στο μαγείρεμα, συνήθως για τηγάνισμα αυγών. Την τσίππα, προτού πάρουν το βούτυρο, τη χρησιμοποιούσαν, για να κάμουν πίττες (τσιππόπιττες) και καττιμέρκα. Το γάλα το χρησιμοποιούσαν για να κάμουν χαλούμια ή το πουλούσαν στους γαλατάδες, που γύριζαν τα σπίτια και το μάζευαν. Συνήθως εκείνοι που είχαν λίγα πρόβατα, και επομένως λιγότερο γάλα, συνεταιρίζονταν (έσμιγαν) με άλλη οικογένεια, έσμιγαν το γάλα τους και έκαμναν χαλούμια από μια βδομάδα. Αυτή η δουλειά κανονιζόταν συνήθως από τις γυναίκες. Περί το τέλος της περιόδου, δηλ. το μήνα Ιούλιο, που το γάλα λιγόστευε πολύ, το χρησιμοποιούσαν για να κάμουν τραχανά.
Τα αρνιά τα πουλούσαν συνήθως ζωντανά στους κασάπηδες. Ορισμένοι άφηναν μερικά καλά αρνιά, τα έβοσκαν στα χωράφια χωριστά από το κοπάδι και τα τάιζαν και στο σπίτι, για να παχύνουν, και στο τέλος τα πουλούσαν. Αυτά ήταν γνωστά με το όνομα «πεσκλιά» θρεφτάρια.
Τα μαλλιά των προβάτων μετά το κούρεμα τα έπλεναν καλά, τα στέγνωναν και τα πουλούσαν στους εμπόρους. Πολλοί με αυτά τα μαλλιά γέμιζαν τα κρεβάτια τους ή έκαμναν νήμα, που έπλεκαν τα τρικά τους. Με αυτό το μάλλινο νήμα ύφαιναν επίσης μάλλινα σεντόνια. Λεοντίου Ν. (1983), 133.
Συμπληρωματικές Πληροφορίες & Βιβλιογραφία
Η διάθεση των προϊόντων, προκειμένου για μικρές ποσότητες, γινόταν μέσα στο χωριό, προκειμένου όμως για μεγάλες ποσότητες είτε πωλούνταν στη χοντρική αγορά στη Λευκωσία είτε στέλλονταν στο εξωτερικό (πατάτες). Η μεταφορά των προϊόντων αυτών στη Λευκωσία γινόταν με αμάξια, που ξεκινούσαν από το χωριό το βράδυ και έφταναν στη Λευκωσία τα ξημερώματα. Αργότερα τα αμάξια αντικαταστάθηκαν από τα αυτοκίνητα. Η Άσσια για πολλά χρόνια ήταν πολύ γνωστή σε όλη την Κύπρο για τα περίφημα αγγούρια της, που πολλές φορές είχαν μήκος 2 πόδια. Λεοντίου Ν. (1983), 127.
Λεοντίου Νίκος (επιμ.) (1983), Άσσια. Ζωντανές μνήμες βαθιές ρίζες μηνύματα επιστροφής, Πολιτιστικός Σύνδεσμος «Η Άσσια», Λευκωσία
Ελένη Χρίστου