Εργαλείο για το λιάνισμα των δημητριακών. Χρησιμοποιείται στο αλώνισμα.
Ονομασία - Χρήσεις
Πρόκειται για αλωνιστική συσκευή (Γιαγκουλλής 2009, λήμμα δουκάνη - λουκάνη,η, 140).
Το αλώνισμα γινόταν με τη δουκάνη (βουκάνη), που ήταν ένα επίπεδο ξύλο, ανυψωμένο στο μπροστινό του μέρος. Είχε πάχος 5-10 εκ., μήκος 2μ. περίπου και πλάτος 1μ. περίπου. Αυτό το ξύλο, που ήταν αρκετά βαρύ, στο κάτω μέρος του είχε σφηνωμένες πολλές μικρές κοφτερές σκληρές πέτρες (αθκιάτζια), για να αλέθουν κατά κάποιο τρόπο τα δεμάτια.
Τη δουκάνη την έσερναν συνήθως δυο βόδια ή δυο μούλες. Πάνω στη δουκάνη καθόταν ένα πρόσωπο που οδηγούσε το ζευγάρι, ώστε να περιφέρεται ομοιόμορφα σ' όλο τον χώρο του αλωνιού. Για να εμποδίσουν τα ζώα που έσερναν τη δουκάνη να τρώνε συνεχώς, τους φορούσαν μπροστά από το στόμα ένα προστατευτικό κάλυμμα από καλάμια (τζημός), αν ήταν βόδια, ή ένα σιδερένιο αντικείμενο μέσα στο στόμα (χαλινάρι), αν ήταν μούλες (Λεοντίου 1983, 118).
Κατά τον Γεώργιο Λουκά, η δουκάνη/δοκάνη είναι ένα γεωργικό εργαλείο, που αποτελείται από δύο χοντρές σανίδες (Κυπρή 1979 [2002²], λήμμα δουκάνη και δοκάνη,η, 138), οι οποίες εφαρμόζονται και συγκρατούνται διά του ζυγού της δουκάνης (Κυπρή 1989, λήμμα δουκάνη ή βουκάνη,η, 21-22). Σύρονται στο αλώνι με πολλά τεμάχια κοφτερών πυριτόλιθων (τα αθκιάτζια) στη μια τους πλευρά για να κόβουν τα στάχια (Κυπρή 1979 [2002²], λήμμα δουκάνη και δοκάνη,η, 138). Η δουκάνη σύρεται με σχοινί, το οποίο λέγεται δουκανοσύρτης ή βουκανοσύρτης και συνδέεται αφενός με τη δουκάνη και αφετέρου με ένα μακρύ ξύλο, που ονομάζεται κορτερόξυλο. Το ξύλο αυτό έχει, επίσης, συνδεδεμένα μαζί του τέσσερα σχοινιά, δύο στο μέσο και δύο στα άκρα του, τα οποία εφαρμόζονται στις νωμιές [ωμιές], οι οποίες είναι τοποθετημένες στους ώμους των αλόγων, τα οποία σέρνουν όλο το βάρος (Κυπρή 1989, λήμμα δουκάνη ή βουκάνη,η, 21-22).
«Οι δουκάνες εν [είναι] έναν ξύλον πλατύν που έσιει που κάτω τσιακμακόπετρες, ετραβούσαν την τα βούθκια τζιαι σιγά-σιγά που τους γυρούς που εδίαν η δουκάνη που πάνω που τα σιταροκλίθθαρα, εχωρίζασιν» (Μαυροκορδάτος 2003, 309).
γεωργικό εργαλείο
αρχ. η τυκάνη ή τυτάνη ή τρυπάνη (Κυπρή 1979 [2002²], λήμμα δουκάνη και δοκάνη,η, 138)
πληθ. οι δουκάνες (Κυπρή 1983 [2003²], λήμμα δουκάνη,η, 146)
Συμπληρωματικές Πληροφορίες & Βιβλιογραφία
Ήταν μήκους πέντε ποδιών και πλάτους τριών, αποτελείτο από δύο σανίδες πάχους δυό τριών ιντζών, οι οποίες, με το μπροστινό μέρος μήκους δύο ποδιών, ελαφρά γυρισμένο προς τα πάνω, ενώνονταν μεταξύ τους κατά πλάτος με τους δύο ζυ(γ)ούς (τα δύο εγκάρσια ξύλα που τοποθετούνταν σε λίγη από σταση από τα άκρα των δύο στενών πλευρών). Η δουκάνη έπρεπε να είναι επισκευασμένη και έτοιμη από πριν, αν είχε ανάγκη στον αθκιακάρην (Ιωνάς 2001, 43-44).
Ξυλουργοί (πελεκάνοι) στο χωριό Πέλλα-Πάις ειδικεύονταν στην κατασκευή δουκανών. «Κάθε χρόνο πριν από την εποχή του αλωνίσματος περιήρχοντο διάφορα σιτοπαραγωγικά χωριά και επωλούσαν καινούργιες δουκάνες ή επιδιόρθωναν επί τόπου τις παλιές» (Χριστοδουλίδης 1994, 61).
Παρόμοια χρήση έχει για άλλους ο δικάβαλος, ο οποίος φέρει, αντί δυο σανίδες, ράβδους, τη μία μικρότερη (Κυπρή 1979 [2002²], λήμμα δουκάνη και δοκάνη,η, 138).
Γιαγκουλλής Κ. Γ. (2009), Θησαυρός Κυπριακής Διαλέκτου. Ερμηνευτικό, Ετυμολογικό, Φρασεολογικό και Ονοματολογικό Λεξικό της Μεσαιωνικής και Νεότερης Κυπριακής Διαλέκτου, Βιβλιοθήκη Κυπρίων Λαϊκών Ποιητών,70, Εκδόσεις Theopress, Λευκωσία.
Ιωνάς Ι. (2001), Τα παραδοσιακά επαγγέλματα της Κύπρου, Δημοσιεύματα του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών, ΧΧΧVΙΙ, Λευκωσία.
Κυπρή Θ. Δ. (επιμ.) (1979 [2002²]), Υλικά διά την σύνταξιν ιστορικού λεξικού της κυπριακής διαλέκτου, Μέρος Α΄, Γλωσσάριον Γεωργίου Λουκά, Δημοσιεύματα του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών, XLI, Λευκωσία.
Κυπρή Θ. Δ. (επιμ.) (1983 [2003²]), Υλικά διά την σύνταξιν ιστορικού λεξικού της κυπριακής διαλέκτου, Μέρος Β΄, Γλωσσάριον Ξενοφώντος Π. Φαρμακίδου, Δημοσιεύματα του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών, IX, Λευκωσία.
Κυπρή Θ. Δ. (επιμ.) (1989), Υλικά διά την σύνταξιν ιστορικού λεξικού της κυπριακής διαλέκτου, Μέρος Γ΄, Γλωσσάριον Ιωάννου Ερωτοκρίτου, Δημοσιεύματα του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών, XIV, Λευκωσία.
Λεοντίου Ν. (επιμ.) (1983), Άσσια. Ζωντανές μνήμες, βαθιές ρίζες, μηνύματα επιστροφής, Πολιτιστικός Σύνδεσμος «Η Άσσια», Λευκωσία.
Μαυροκορδάτος Γ. Ι. (2003), Δίκωμο: Το χθες και το σήμερα, Λευκωσία.
Χριστοδουλίδης Χρ. (1994), Πέλλα-Πάις, Λεμεσός.
Ελένη Χρίστου, Σάββας Πολυβίου, Αργυρώ Ξενοφώντος, Τόνια Ιωακείμ