Περιγράφονται οι διατροφικές συνήθειες κατά τη διάρκεια των αμπελουργικών εργασιών.
Περιγραφή Σιτηρεσίου - Γευμάτων
Η νοικοκυρά σηκωνόταν από το πρωί να κάνει τη λαρτοτη(γ)άνισην [λαρτοτη(γ)άνιση,η = τηγάνισμα με λίπος και κομμάτια λαρδιού με κρεμμύδι και ψωμί] και να γεμίσει την καντήλαν [καντήλα,η = το ποτήρι] με κρασί ή ζιβανίαν του προγεύματος. Θα ετοίμαζε επίσης το καλάθι για το μπούκκωμαν [μπούκκωμαν,το = πρόγευμα] και το μεσημεριανό στο χωράφι. Κατά τη διάρκεια των εργασιών, ο ιδιοκτήτης, ή σε περίπτωση απειρίας του, ο επιστάτης φώναζε κάθε τόσο: «Στύππαν τζ̆αι λούκκον-πιννιάν τζ̆αι βούκκον» παρακινώντας όσους δούλευαν να σερβιριστούν με μεζέ και κρασί από τα πανέρια των κοπέλων που πηγαινοέρχονταν για να τα προσφέρουν, μέσα στο χωράφι. Πάνω στα γαϊδούρια μεταφέρονταν και τα σταμνιά με το νερό για τους τρυγητές.
Η δουλειά που άρχιζε από το πρωί διακοπτόταν πριν το μεσημέρι. Κατά τις εννιά η ώρα όλοι σταματούσαν για το μπούκκωμαν. Η γυναίκα του ιδιοκτήτη είχε για το σκοπό αυτό ετοιμάσει ένα καλάθι με τα αναγκαία: χαλλούμι, σταφύλια, κρεμμύδια και τελευταία καμιά τομάτα και κανένα αγγούρι. Η ανάπαυλα δεν διαρκούσε περισσότερο από μισή ώρα και όλοι ξανάπιαναν δουλειά για να ξανασταματήσουν το μεσημέρι. Όλοι κάθονταν γύρω από το καλάθι και έτρωγαν πιλάφι, ελιές, λουκάνικα, λαρδί, πολτόν [πολτός,ο = σταφυλόμελο με νερό] και κρασία ή ζιβανίαν [ζιβανία,η = κυπριακό είδος τσίπουρου] «για καλήν ευλογίαν και στερέωσιν», που είχε φέρει η γυναίκα του ιδιοκτήτη. Ήταν απλά διαλείμματα για έκφραση ευχαριστιών και ευχών προς τον ιδιοκτήτη: «Φυτόν τζι’ αναρήν με το μέλιν - Σ΄(υγ)είαν σου τζαί να τα σσα’ιρεσαι [Φυτό και μυζήθρα με το μέλι - Στην υγειά σου και να το χαίρεσαι]». Μετά το μεσημεριανό, έγερναν για να ξαποστάσουν, έστω και για κανένα μισάωρο, κάτω από τη σκιά των κουζούπων [κουζούπα,η = το αμπέλι] ή ενός θάμνου. Η δουλειά ξανάρχιζε αμέσως μετά και συνεχιζόταν ως το τέλος της ημέρας. Το πραγματικό γλέντι θα γινόταν μετά το φύτεμα του αμπελιού. Όταν τελείωνε το αμπελοφύτεμα λεγόταν η ευχή: «Ευλοημένα τζ̆αι καρποφορημένα», εννοώντας τα φυτά. Πήγαιναν δε όλοι στο σπίτι του ιδιοκτήτη και άρχιζε το φαγοπότι που ήταν, απ’ ότι λέγεται, τρικούβερτο (Ιωνάς 2001, 83, 86, 89-90).
Συμπληρωματικές Πληροφορίες & Βιβλιογραφία
Ιωνάς Ι. (2001), Τα παραδοσιακά επαγγέλματα της Κύπρου, Δημοσιεύματα του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών, ΧΧΧVΙΙ, Λευκωσία.
Τόνια Ιωακείμ, Αργυρώ Ξενοφώντος