Περιγραφή Σιτηρεσίου - Γευμάτων
«Στην εκκλησιάν επαίρναμεν παμπακόσπορον, σιτάριν, έναν ποτήριν νερόν τζι έναν κρασίν, κουμανταρίαν, τζιαι την ώραν που ’τουν να τους τελειώσει ο παπάς επότιζέν τους τρεις βρόχους τους νεόνυφφους κουμανταρίαν. Η κουμέρα εκράτεν έναν μαντίλιν για να σφοντζίσει (= σκουπίσει) τα σιείλη της νύφφης τζι ο κουμπάρος του γαμπρού. Τζιαι μετά εσύρναν τον παμπακόσπορον τζιαι το σιτάριν τζι εβάλλαν τζιαι εικοσάρες (= υποδιαίρεση του γροσιού) μέσα, την ώραν που ελάλεν ο παπάς το “Ησαΐα χόρευε”, τζι εβουρούσαν (= τρέχαν) οι μιτσιοί να τες πιάσουν.
Που το κρασίν που εμείνισκεν αφού έπιννεν ο γαμπρός τζι η νύφφη, έπιννεν όποιος έθελεν, τζι επιστεύκαν ότι εγιάνισκεν η τζιεφαλή τους που την ζάλην. […]
Άμα νέιν φύει ο κόσμος την Κυριακήν εβάλλαν να ταΐσουν τους συγγενείς. Απλώθαμεν έναν παννίν, πεσκίριν το ελαλούσαμεν, δέκα πήχες μάκρος περίπου, τζι εβάλλαμεν πιάτα τζι εκαχούμαστιν διπλοπόιν γυρόν τζι ετρώαμεν. Σε τραπέζιν εκάχετουν μόνον ο παπάς, οι νιόνυφφοι, ο κουμπάρος τζι η κουμέρα. […]
Την Κυριακήν ετζερνούσαμεν κουαμέ (= μαλακά στραγάλια), σταφίθκια τζιαι κουννιάκκιν. Είσιεν που ετζιερνούσαν γλυκόν του μοσφίλου για του τζυωνιού. Τα φαγιά της Κυριακής ήταν που κουέλλες τζιαι όρνιχες κολοκάσιν, ππελάφκια για χογλαστά. Εν τζι εβάλλαν καχενού το ποτήριν του. Που έναν ποτήριν επίνναν καμπόσοι κρασίν. Σεία σου, γεια σου, τζι έπιννεν ένας με τον άλλον. Οι κοπέλες εκάχουνταν ξεχωριστά. Εκάχουνταν τζι οι γέροι δίπλα-δίπλα τζι ελαλούσαν: σεία σου κοτζιάκαρη, γεια σου γέρο. Να μας ιζήσουν οι νιόπαντροι. […]
Την Δευτέραν επήαιννεν ούλλος ο κόσμος τζι εσιαιρέταν, τζι άλλος για κανίσιιν έφερνεν κανέναν ζεμπύλιν σιτάριν, άλλος κλιθθάριν, άλλος χαλλούμια, κανέναν τσιεμπέριν, τζιαι κάτι δαχτυλίθκια οι στενοί συγγενείς, για κανέναν μισούιν (= μισό σελίνι) πάλε οι συγγενείς. […]
Την Τρίτην το δείλις έφκαιννεν ο γαμπρός τζι ο κουμπάρος στο χωρκόν τζι εκαλιούσαν τους συγγενείς τζι εκρατούσαν τζι έναν κοντάριν (= ξύλο) τζι οι συγγενείς εδιούσαν τους όρνιχες τζι εκρεμμάζαν τες στο κοντάριν. Άμα ετελειώναν μιαν γειτονιάν εστρέφουνταν έσσω τζι αφήνναν τες έσσω τζι ύστερα να πιάσουν άλλην γειτονιάν. Την Τρίτην την νύχταν επαίρναμεν τζιαι φαγιά μιτά μας τζι εγίνετουν πάλε με τες όρνιχες ππελάφιν με πουρκούριν τζιαι φιδέν. Στο πουρκούριν εσυνάουνταν (= μαζεύονταν) κοπέλλες τζι εβάλλαμεν έξι σιερομύλια τζι ελέχαμεν το. Τους φιέες εκάλιεν η μάνα της νύφφης τζι εκόφκαμεν τον στο σιέρι. Εκάλιεν με το ροδόστεμμαν η μάνα της νύφφης τζι επηαίναμμεν με τα πανέρκα μας τζι εκόφκαμεν τον. Τούτα εγίνουνταν πριν που τον γάμον μιαν εφτομάν. […]
Την Τετάρτην που επλυννίσκαμεν τ’ αντζιά, εκάμναμεν ζιαφέττιν (= διασκέδαση) τζι εκαχούμαστιν τζι ετρώαμεν. Την Πέφτην ήταν ο αντίγαμος, τζι επηαίνναν οι συγγενείς τζι οι κουμπάροι, τζι όσοι εν είχαν μπορήσει να πάσιν στον γάμον» (Μαυροκορδάτος, σελ. 333-335).
Συμπληρωματικές Πληροφορίες & Βιβλιογραφία
Μαυροκορδάτος Γιώργος Ι., Δίκωμο – Το χθες και το σήμερα, Λευκωσία, 2003, χ.ε.
Σάββας Πολυβίου