Μαγειρικό σκεύος.
Ονομασία - Χρήσεις
Η σάτζ̆η ήταν λαμαρίνα καμπυλωτή μέτριου μεγέθους, σαν μεγάλος στρογγυλός δίσκος, την οποία έβαζαν πάνω στη νισκιάν, πυροστιά δηλαδή (Καρεκλά 2004, αδημοσίευτα στοιχεία), και τηγάνιζαν (Πέτρου-Ποιητού 2013, λήμμα Σάτζι, 132).
Ο Κωνσταντίνος Γ. Γιαγκουλλής επισημαίνει πως το σάτσ̆ιν ή σάτσ̆η είναι μαγειρικό σκεύος και πιο συγκεκριμένα, πήλινος αβαθής δίσκος με δύο λαβές ή μεταλλική πλάκα πάνω στην οποία 'εψηναν πίτες (Γιαγκουλλής 2014, λήμμα σάτσ̆ιν,το - σάτσ̆η,η, 476).
Ο Ξενοφών Π. Φαρμακίδης σημειώνει στο Γλωσσάριό του ότι το σαάτζ̆ιν είναι μεγάλος στρογγυλός δίσκος κι ότι ιδιαίτερα το χρησιμοποιούσαν στην Πιτσιλλιά (Κυπρή 1983 [2003²], λήμμα σαάτζ̆ιν,το, 276).
σκεύος για ψήσιμο
ΕΤΥΜ. < τουρκ. saç (Γιαγκουλλής 2014, λήμμα σάτσ̆ιν,το - σάτσ̆η,η, 476, Πέτρου-Ποιητού 2013, λήμμα Σάτζι, 132), που σημαινει φύλλο σιδήρου (Πέτρου-Ποιητού 2013, λήμμα Σάτζι, 132)
< αρχ. σάκος (Πέτρου-Ποιητού 2013, λήμμα Σάτζι, 132)
το τουρκιστίν σινίν (Κυπρή 1983 [2003²], λήμμα σαάτζ̆ιν,το, 276)
πληθ. τα σα(ά)τζ̆ια (Κυπρή 1983 [2003²], λήμμα σαάτζ̆ιν,το, 276)
Συμπληρωματικές Πληροφορίες & Βιβλιογραφία
Πάνω στη σάτζ̆ην έψηναν πίτες κυρίως (Καρεκλά 2004, αδημοσίευτα στοιχεία).
Γιαγκουλλής Κ. Γ. (2014), Θησαυρός της Μεσαιωνικής και Νεότερης Κυπριακής Διαλέκτου. Ερμηνευτικός, Ετυμολογικός, Φρασεολογικός και Ονοματολογικός, Βιβλιοθήκη Κυπρίων Λαϊκών Ποιητών,74, Λευκωσία.
Καρεκλά Κ. (2004), Παραδοσιακή οικοσκευή και διατροφή του χωριού Βατυλή (αδημοσίευτα στοιχεία).
Κυπρή Θ. Δ. (επιμ.) (1983 [2003²]), Υλικά διά την σύνταξιν ιστορικού λεξικού της κυπριακής διαλέκτου, Μέρος Β΄, Γλωσσάριον Ξενοφώντος Π. Φαρμακίδου, Δημοσιεύματα του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών, IX, Λευκωσία.
Πέτρου-Ποιητού Ε. (2013), Από πού κρατάει η σκούφια τους. Λέξεις και ιστορίες από τον κόσμο της γεύσης, Εκδόσεις Επιφανίου, Λευκωσία.
Στάλω Λαζάρου, Τόνια Ιωακείμ, Αργυρώ Ξενοφώντος