Το κοσκίνισμα του καρπού μετά το ανέμισμα.
Περιγραφή Τεχνικής
Αρβάλισμαν ήταν το κοσκίνισμα του καρπού μετά το ανέμισμα. Χρησιμοποιούνταν κόσκινα με τρύπες ειδικού μεγέθους, ούτως ώστε κατά το κοσκίνισμα να περνούν από τις τρύπες και να πέφτουν τα χώματα, οι μικρές πέτρες και οι σπόροι ζιζανίων που είχαν παραμείνει μέσα στον καρπό μετά το ανέμισμα.
Το αρβάλισμαν το έκαναν οι γυναίκες, οι οποίες χρησιμοποιούσαν αρβάλια [κόσκινα] με τρύπες ανάλογες με το μέγεθος του εκάστοτε καρπού. Όταν το βερκίν καθάριζε τελειωτικά, τότε προσερχόταν ο υπάλληλος της διοίκησης για τη φορολογία, ο κορτζής ή σπαρσής, με ειδική ξύλινη σφραγίδα και το στάμπωνε [στάμπαρε]. Έτσι, κανείς δεν μπορούσε να πάρει οποιαδήποτε ποσότητα από τον σωρό του καρπού, προτού γίνει ο υπολογισμός της δεκάτης. Ένα μέρος θα έπαιρναν και τα μυρμήγκια και η αναμονή για τον υπολογισμό της δεκάτης μπορούσε ν’ αποβεί και πραγματικά μοιραία για τον παραγωγό αν υπήρχε νεροποντή.
«Το σιτάρι το αρβαλίζουμε και το κάνουμε βουνάρι, το σπρώχνει ο νοικοκύρης με το ξυλόφκυαρο, το φέρνει με την μύτη του ξυλόφκυαρου (ανάποδα το ξυλόφκυαρο), του χτυπά ένα γύρο και μέσα γίνεται το σταύρωμα του σωρού» (Ιωνάς 2001, 59).
κοσκίνισμα
ΕΤΥΜ. < αρβαλίζω + κατάλ. –μαν [κοσκινίζω με αρβάλιν] (Γιαγκουλλής 2009, λήμμα αρβάλισμαν,το, και λήμμα αρβαλίζω - γαρβελίζω, 74)
Συμπληρωματικές Πληροφορίες & Βιβλιογραφία
Ο Αντρέας Σταυρή Ορφανού (Αγία Μαρίνα Κυθρέας, Λαογραφικό Αρχείο, Τ. 492/5, Χφ. 135, 90) αναφέρει: «Πριν ν’ αρκινέψουμεν επιάνναμεν μιαν πέτραν πιττακούραν τζι’ εκάμναμεν σταυρόν πάνω. Την πέτραν τζείνην ο γεωργός την έριχνε που το μέτωπό του τζι’ έππεφτεν χαμαί. Τζειαμαί που 'σσεν να ππέσει να σταθείς τζαι ν’ αρκινίσεις το αρβάλισμαν. Αυτό το έκαμνεν για ευλογίαν. Αρβαλίζαμεν το καθαρόν σιτάριν που πάνω στην βέρκαν. Πάνω στον σωρόν εκάμναμεν γυρόν σαν δεκατείαν. Εβάλλαμέν το στην τρουλλήν, εττακουρούσαμεν του που πάνω με το ξυλίφκυαρον τζι’ εκάμναμεν σταυρούς. Τζαί ποτζιεί επιάνναμέν το τζι’ επαρπούσαμεν τζαι κάθε λλίον τόπον εκάμναμεν σταυρόν τζαι εδιούσαμεν του γυρόν. Το φτυάριν εμπήαμέν το στο πλευρόν αξινόστραφα με τον νούρον πάνω στο σιτάριν για το κακκόν αμμάτιν» (Ιωνάς 2001, 59).
Έθιμο: «Όταν το σταυρώνουμεν, το σταυρώνουμεν πάντα δεξιά. Όταν τελειώσει το σταύρωμα, θα γυρίσουμε το φτυάρι -κανονικά όχι ανάποδα- και θα βουλώσουμε το βουνάρι με σταυρό πρώτα στην κορυφή και ύστερα στην άκρα του κύκλου που έχουμε κάμει, στο σημείο που αρχίσαμε. Πρώτα στην κορυφή και ύστερα στο Α βουλλώνεται με σταυρό. Μετά παίρνει ο νοικοκύρης κοκκόνια στη φούχτα του και τα προσκυνά τρεις φορές και λέει: Σσίλια μόδκια, φτωχούς τζαι καλοήρους χώρκα, τζι όσον είχαν κκισμέττιν, τζαι του χρόνου εφτάδιπλον» (Ιωνάς 2001, 59).
Γιαγκουλλής Κ. Γ. (2009), Θησαυρός Κυπριακής Διαλέκτου. Ερμηνευτικό, Ετυμολογικό, Φρασεολογικό και Ονοματολογικό Λεξικό της Μεσαιωνικής και Νεότερης Κυπριακής Διαλέκτου, Βιβλιοθήκη Κυπρίων Λαϊκών Ποιητών,70, Εκδόσεις Theopress, Λευκωσία.
Ιωνάς Ι. (2001), Τα παραδοσιακά επαγγέλματα της Κύπρου, Δημοσιεύματα του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών, ΧΧΧVΙΙ, Λευκωσία.
Τόνια Ιωακείμ, Αργυρώ Ξενοφώντος