Η καλλιέργεια και η χρήση του σιταριού μεταφέρθηκε στη Κύπρο από τη Μέση Ανατολή την εποχή το χαλκού. Η σημαντικότητα του σιταριού φαίνεται από τη φράση που χρησιμοποιούσαν οι Κύπριοι « Όταν γεωρκήση η Μεσαρκά [Μεσαορία,η = η μεγαλύτερη πεδιάδα της Κυπριακής Δημοκρατίας, ανάμεσα στα όρη Τρόοδος και Πενταδάκτυλος], χορταίνουν μανάδες και παιδιά, και όταν γεωρκήση η Πήλα πεθανίσκουν που την πείνα».
Ονομασία - Προέλευση
σιτάρι, σίτος
Στην Κύπρο υπήρχαν οι εξής ποικιλίες σιταριού: 1) τριπολίτης, 2) βρουλλιάς, 3) ψαθκιάς, ψαθάς, ψαχάς, κότσ̆ινον, κοτσ̆ίνιν ή κοτσ̆ινοσίταρον, 4) τζ̆υπερούντα, 5) εφτακούτσουλλον, 6) μαυροθέριν, 7) σκαλαβάτης, 8) μουσκόικον ή ασπροσίταρον, 9) καμπούρικο ή καμπούρης, 10) το σαῒπιν (Παπαχαραλάμπους 1965, 207).
Επιστημονική ονομασία: Triticum vulgare ή Triticum satirum (Τρίτικουμ το κοινό), της οικογένειας Graminae (Αγροστώδη) (Κυπριανού 2003, 65)
Η διαδικασία του θερισμού γινόταν τον Ιούνιο, που γι’ αυτό ήταν γνωστός και ως «θεριστής», ενώ ο Ιούλιος ως «αλωνάρης». Ο θερισμός γινόταν με δρεπάνι και ήταν μια επίπονη εργασία, που απαιτούσε τη βοήθεια όλης της οικογένειας και των θεριστάδων (Κυπριανού 2003, 65-66).
Λειτουργικός Συμβολικός Ρόλος
Η καλλιέργεια και η χρήση του σιταριού μεταφέρθηκε στην Κύπρο από τη Μέση Ανατολή την εποχή το χαλκού. Στα γραπτά του Αρχιμανδρίτη Κυπριανού όσο και του Αθανάσιου Α. Σακελλάριου καταγράφεται η ευφορία της Κύπρου σε σιτάρι, ιδιαίτερα στην περιοχή της Μεσαορίας και η επάρκειά του για περισσότερο από ένα έτος, αν το σιτάρι δεν εξαγόταν και δεν καταστρεφόταν από τις ακρίδες (Αρχ. Κυπριανός 1788; Σακελλαρίου 1855). Η Κύπρος εξήγαγε μεγάλες ποσότητες σιταριού και κριθαριού, ιδιαίτερα από τη Μεσαορία. Ο Αρχιμανδρίτης Κυπριανός αναφέρει ότι μεγάλες ποσότητες σιταριού και κριθαριού φορτώνονταν σε πολλά πλοία για τα ξένα (Αρχ. Κυπριανός 1788, 535). Η σημαντικότητα του σιταριού φαίνεται από τη φράση που χρησιμοποιούσαν οι Κύπριοι: «Όταν γεωρκήση η Μεσαρκά, χορταίνουν μανάδες και παιδιά, και όταν γεωρκήση η Πήλα πεθανίσκουν που την πείνα». Με το σιτάρι οι γυναίκες παρασκεύαζαν τα κόλλυβα είτε μετά το θάνατο κάποιου αγαπημένου προσώπου είτε στον εορτασμό Αγίων. Επίσης την πρωτοχρονιά παρασκεύαζαν τα κόλλυβα του Άη Βασίλη προς τιμή του Αγίου (Κυπρή - Πρωτόπαπα 2003, 106).
Μετά το τέλος της διαδικασίας του θερισμού ακολουθούσε γλέντι όπου εργάτες και γεωργοί γιόρταζαν το τέλος του κύκλου παραγωγής. Στο γλέντι τραγουδούσαν με βιολιά και λαούτα και όλοι εύχονταν στον ιδιοκτήτη καλή επόμενη σοδιά, καταναλώνοντας παρασκευάσματα από σιτάρι, όπως μακαρόνια (Ιωνάς 2001, 71-72).
Κατά το μυστήριο του γάμου στην εκκλησία, την ώρα που ο ιερέας έψαλλε το «Ησαΐα χόρευε», έριχναν σιτάρι και βαμβακόσπορο στους νεόνυμφους. (Μαυροκορδάτος 2003, 333; Χριστοδουλίδης 1999, 117)
Μέσα από τα παρασκευάσματα από αλεύρι που έφτιαχναν οι νοικοκυρές φαίνεται η συμβολική χρήση του σιταριού. Το σιτάρι φανερώνει ευτυχία και απομάκρυνση του κακού. Σε κάποια χωριά έως το σαράντισμα του βρέφους το τοποθετούσαν σε γουρνί με σιτάρι για να προστατεύεται από το κακό (Κυπρή - Πρωτόπαπα 2003, 155, 157).
Μετά τη γέννα και κατά τη διάρκεια του σταυρώματος η μαμμή ή κάποια άλλη γυναίκα έριχναν σπόρους στη λεχώνα εκ των οποίων πιο συνηθισμένοι ήταν το σιτάρι, ο μαυρόκοκκος και ο παμπακόσπορος. Θεωρούνταν ευλογημένα από τον Θεό και μετέφεραν την ευλογία στη λεχώνα. Το σιτάρι, επίσης, χρησιμοποιείτο και στον γάμο για να δηλώσει την πολυκαρπία και επομένως να ευχηθούν στη γυναίκα να αποκτήσει πολλά παιδιά.
Το σιτάρι εξασφάλιζε ευλογία στο νεογέννητο, το πρόσεχε. Μέσα στη σκάφη που έβαζαν το μωρό να ξαπλώσει είχαν σιτάρι. Το άφηναν να ξαπλώνει εκεί για τις πρώτες 3 ή 8 ή 40 μέρες. Σε μερικά χωριά ο πατέρας έσπερνε το σιτάρι μετά το πέρας των ημερών αυτών με τον υπόλοιπο σπόρο. Πίστευαν ότι έτσι το μωρό θα αποκτούσε πλούτη στη ζωή του, μιας και το σιτάρι στην αγροτική κοινωνία της Κύπρου σήμαινε πλούτο. Επίσης, με τον τρόπο αυτό του εύχονταν να ζήσει, να ριζώσει και να πολλαπλασιαστεί.
Σε μερικά χωριά, όταν έβλεπαν το πρώτο δόντι του μωρού, έντυναν το βρέφος στα κόκκινα και το έλουζαν από πάνω με βρασμένο σιτάρι. Στη συνέχεια, περνούσαν σε κλωστή 32 κοκκούς από το σιτάρι, όσος είναι και ο συνολικός αριθμός των δοντιών, τους γκρεμούσαν στη σκούφια του και του εύχονταν να βγουν τα δόντια του γρήγορα και ανώδυνα (Πρωτοπαπά 2009, 148-149, 212, 215-216, 229, 331-333, 353).
Αποτελούσε σύμβολο της γονιμότητας και το έριχναν πάνω από τα κεφάλια του ανδρογύνου την ώρα που χόρευαν τον χορό του Ησαΐα, κατά το μυστήριο του γάμου (Χριστοδουλίδης 1999, 117).
Την Πρωτοχρονιά οι γεωργοί έκαναν κόλλυβα του Άη Βασίλη και συνήθιζαν να ρίχνουν λίγους κόκκους από το καλύτερο τους σιτάρι στο θυμάρι που έκλεινε το στόμιο του σταμνιού. Οι σπόροι αυτοί κάθε φορά που κάποιος έγερνε το σταμνί για να πάρει λίγο νερό βρέχονταν και σιγά-σιγά φύτρωναν. Την ημέρα της γιορτής του Αγίου Αντωνίου στις 17 του Γενάρη το θυμάρι μαζί με τους σπόρους αφαιρείτο από το στόμιο του σταμνιού και μεταφερόταν σ’ ένα από τα χωράφια του γεωργού, το καλύτερο συνήθως, και φυτευόταν. Μερικοί μάλιστα λέγουν ότι το κομμάτι με το σιτάρι από τους σπόρους αυτούς θεριζόταν ξεχωριστά και φυλαγόταν το σιτάρι για να ξαναφυτευτεί κατά τον ίδιο τρόπο εφτά συνεχή χρόνια. Πίστευαν ότι έτσι η ευλογία ήταν μεγάλη και τα στάχυα θα έβγαιναν χρυσά.
Υπήρχε η συνήθεια ορισμένοι γεωργοί να μένουν αξύριστοι κατά το χειμώνα γιατί έτσι το σιτάρι θα φύτρωνε πυκνό όπως τα γένια τους. Η πυκνότητα των σπόρων προκαλείτο επίσης και με την τοποθέτηση μέσα στον σπόρο, όταν αυτός βρισκόταν ακόμα μέσα στο σέντε [το αμπάρι], σπυριών ροδιού. Θεωρείτο ότι η πυκνότητα που είχαν τα σπυριά όταν ήταν ακόμα μέσα στο ρόδι μπορούσε να μεταδοθεί και στα σπυριά του σιταριού που προορίζονταν για τη σπορά. Με μια μικρή πέτρα που σταυρωνόταν στο μέτωπο και αφηνόταν να πέσει στο χώμα σημαδευόταν με τη δύναμη της αγιοσύνης του Χριστού το προστατευμένο πλέον σημείο, όπου θα γινόταν ο τελικός σωρός του καθαρισμένου καρπού (Ιωνάς 2001, 66, 70-71).
Συμπληρωματικές Πληροφορίες - Βιβλιογραφία
Το σιτάρι που είχαν μέσα στο βουρνίν του μωρού σε πολλά χωριά αποτελούσε τη βάση της αμοιβής της μαμμής. Μπορούσε να της συμπληρώσουν την ποσότητα του σιταριού δίνοντάς της επιπλέον ένα κόσκινο σιτάρι ή και περισσότερο, ανάλογα με την περίπτωση (Πρωτοπαπά 2009, 148-149, 212, 215-216, 229, 331-333, 353).
Αρχιμανδρίτης Κυπριανός (1788 [1971²]), Ιστορία Χρονολογική της Νήσου Κύπρου, Εκδόσεις Παλιγγενεσίας, Λευκωσία.
Ιωνάς Ι. (2001), Τα παραδοσιακά επαγγέλματα της Κύπρου, Δημοσιεύματα του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών, ΧΧΧVΙΙ, Λευκωσία.
Κυπρή Θ. - Πρωτοπαπά Κ. Α. (2003), Παραδοσιακά ζυμώματα της Κύπρου. Η χρήση και η σημασία τους στην εθιμική ζωή, Δημοσιεύματα του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών, ΧVIII, Λευκωσία.
Κυπριανού Θ. Χ. (2003), «Το σιτάρι», Λαογραφική Κύπρος 33,53, 64-69.
Μαυροκορδάτος Γ. Ι. (2003), Δίκωμο: Το χθες και το σήμερα, Λευκωσία.
Παπαχαραλάμπους Γ. Χ. (1965), Κυπριακά ήθη και έθιμα, Δημοσιεύματα Εταιρείας Κυπριακών Σπουδών, 3, Λευκωσία.
Πρωτοπαπά Κ. (2009), Τα έθιμα της γέννησης στην παραδοσιακή κοινωνία της Κύπρου, Δημοσιεύματα του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών, XLIX, Λευκωσία.
Σακελλάριος Α. Α. (1855), Τα Κυπριακά: Ήτοι πραγματεία περί Γεωγραφίας, Αρχαιολογίας, Στατιστικής, Ιστορίας, Μυθολογίας και Διαλέκτου της Κύπρου. Εις τρεις τόμους, τ. 1, Εκ της Τυπογραφίας Ιω. Αγγελόπουλου, Εν Αθήναις.
Χριστοδουλίδης Χρ. (1994), Πέλλα-Πάις, Λεμεσός.
Πηγή:
«Σιτάρι» (Αρχείο Α. Ματάλα)
Δήμητρα Δημητρίου, Δήμητρα Ζαννέτου, Στάλω Λαζάρου, Σάββας Πολυβίου, Αργυρώ Ξενοφώντος