Ονομασία - Προέλευση
«Θαλάσσιο ελασματοβράγχιο μαλάκιο, το σώμα του οποίου προστατεύεται σε διπλό όστρακο.
Το όστρακο της αχιβάδας είναι, ανάλογα με το ειδος, διαφόρων χρωματισμών, με ρηχές αυλακώσεις. Ζει συνήθως μέσα στην άμμο και τη λάσπη του βυθού» (Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια, τ. 3, λήμμα αχιβάδα,η, 102).
ΕΤΥΜ. < α- προθεμ. + χηβάδα < μεσν. χημάδα < αρχ. χήμη/χάσμη < χαίνω «χάσκω» - που ερμηνεύεται από το ανοιχτό όστρακο της αχηβάδας (Μπαμπινιώτης 2005, λήμμα αχηβάδα,η, 333)
Επιστημονική ονομασία: Μερικά από τα είδη της αχηβάδας που απαντώνται στις κυπριακές θάλασσες είναι:
Venus ovata - Pennant (αγγλ. Oval venus), της οικογένειας Veneridae
Venus striatula - Da costa (αγγλ. Striped venus), της οικογένειας Veneridae
Venerupis pullastra - Montagu (αγγλ. Pullet carpet shell), της οικογένειας Veneridae
Callista chione - Linnaeus (αγγλ., της οικογένειας Veneridae
(Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια, τ. 3, λήμμα αχιβάδα,η, 102).
Το κρέας της αχηβάδας τρώγεται ωμό με λεμόνι (Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια, τ. 3, λήμμα αχιβάδα,η, 102).
Συμπληρωματικές Πληροφορίες - Βιβλιογραφία
«Η αχιβάδα, όπως και άλλα οστρακοειδή δεν απαντάται συχνά στην Κύπρο, εξαιτίας της φτωχής παρουσίας θρεπτικών συστατικών στις κυπριακές θάλασσες» (Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια, τ. 3, λήμμα αχιβάδα,η, 102).
Ψαρεύεται με ένα σιδερένιο κτένι, με το οποίο ανασκαλεύεται ο βυθός (Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια, τ. 3, λήμμα αχιβάδα,η, 102).
Μπαμπινιώτης Γ. (2005), Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας. Με σχόλια για τη σωστή χρήση των λέξεων. Ερμηνευτικό, Ορθογραφικό, Ετυμολογικό, Συνωνύμων-Αντιθέτων, Κυρίων Ονομάτων, Επιστημονικών Όρων, Ακρωνυμίων, Κέντρο Λεξικολογίας, Αθήνα.
Παυλίδης Α. (επιμ.) (1985), Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια, τ. 3, Φιλόκυπρος, Λευκωσία.
Κυριακή Παντελή, Αργυρώ Ξενοφώντος