Ονομασία - Προέλευση
αστακός
Μεγαλόσωμο καστανόχρωμο εδώδιμο μαλακόστρακο με δυνατές ψαλίδες, που ζει στη θάλασσα και αλιεύεται για το κρέας του, το οποίο θεωρείται εκλεκτή τροφή και πωλείται ακριβά (Μπαμπινιώτης 2005, λήμμα αστακός,ο, 298).
Ο αστακός σπανίζει στις κυπριακές θάλασσες. Εμφανίζονται δύο είδη:
α) ο Homarus gammarus (αγγλ. european lobster), της οικογένειας Νεφρωψίδαι (Nephropsidae). Στην Ελλάδα ονομάζεται αστακός λείος, καραβιδομάνα, καραβιδαστακός.
β) ο Palinurus elephas (αγγλ. Common spiny lobster), της οικογένειας Παλινουρίδαι (Palinuridae). Στην Ελλάδα ονομάζεται αγκαθωτός αστακός. Και τα δύο είδη ανήκουν στα μεγάλα καρκινοειδή, έχουν μεγάλο κυλινδρικό σώμα που προφυλάσσεται από το σκληρό εξωτερικό κέλυφός τους. Η πλατειά ουρά τους μοιάζει με βεντάλια. Ζουν σε βραχώδεις βυθούς (Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια, τ. 3, λήμμα αστακός,ο, 35)
Επιστημονική ονομασία: Homarus gammarus, της οικογένειας Nephropsidae και Palinurus elephas, της οικογένειας Palinuridae (Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια, τ. 3, λήμμα αστακός,ο, 35)
Καταναλώνεται βραστός (Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια, τ. 3, λήμμα αστακός,ο, 35).
Συμπληρωματικές Πληροφορίες - Βιβλιογραφία
Μπαμπινιώτης Γ. (2005), Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας. Με σχόλια για τη σωστή χρήση των λέξεων. Ερμηνευτικό, Ορθογραφικό, Ετυμολογικό, Συνωνύμων-Αντιθέτων, Κυρίων Ονομάτων, Επιστημονικών Όρων, Ακρωνυμίων, Κέντρο Λεξικολογίας, Αθήνα.
Παυλίδης Α. (επιμ.) (1985), Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια, τ. 3, Φιλόκυπρος, Λευκωσία.
Κυριακή Παντελή, Αργυρώ Ξενοφώντος