Το καύκαλο του ψωμιού.
Ονομασία - Προέλευση
Πρόκειται για το εξωτερικό μέρος του ψωμιού, το σκληρό (Πέτρου-Ποιητού 2013, λήμμα Καφκάλι, 56).
ΕΤΥΜ. < αρχ. καύκος > βυζ. καύκη (Γιαγκουλλής 2009, λήμμα καυκάλλιν - καύκαλλον,το, 197)
< αρχ. καύκιον, δηλαδή γυμνό κρανίο ((Πέτρου-Ποιητού 2013, λήμμα Καφκάλι, 56)
Το καυκάλλιν είναι το μικρό καύκαλλον (Κυπρή 1979 [2002²], λήμμα καύκαλλον,το, 212), πληθ. τα καυκάλλια (Κυπρή 1983 [2003²], λήμμα καυκάλλιν,το, 160∙ υποκοριστικώτερο καυκαλλούδιν (Κυπρή 1979 [2002²], λήμμα καύκαλλον,το, 212; Κυπρή 1983 [2003²], λήμμα καυκάλλιν,το, 160) (πληθ. τα καυκαλλούδκια (Κυπρή 1983 [2003²], λήμμα καυκάλλιν,το, 160) και υποκοριστικώτερο καυκαλλουρούδιν (Κυπρή 1979 [2002²], λήμμα καύκαλλον,το, 212).
θηλ. καυκάλλα (Κυπρή 1979 [2002²], λήμμα καύκαλλον,το, 212)
Σημαίνει γενικά το κέλυφος και το άνω οστούν του κρανίου (Γιαγκουλλής 2009, λήμμα καυκάλλιν - καύκαλλον,το, 197; Κυπρή 1979 [2002²], λήμμα καύκαλλον,το, 212). Επίσης, σημαίνει το όστρακο του κάβουρα, του αστακού, της χελώνας κ.λπ. (Κυπρή 1979 [2002²], λήμμα καύκαλλον,το, 212).
Συμπληρωματικές Πληροφορίες - Βιβλιογραφία
Γιαγκουλλής Κ. Γ. (2009), Θησαυρός Κυπριακής Διαλέκτου. Ερμηνευτικό, Ετυμολογικό, Φρασεολογικό και Ονοματολογικό Λεξικό της Μεσαιωνικής και Νεότερης Κυπριακής Διαλέκτου, Βιβλιοθήκη Κυπρίων Λαϊκών Ποιητών,70, Εκδόσεις Theopress, Λευκωσία.
Κυπρή Θ. Δ. (επιμ.) (1979 [2002²]), Υλικά διά την σύνταξιν ιστορικού λεξικού της κυπριακής διαλέκτου, Μέρος Α΄, Γλωσσάριον Γεωργίου Λουκά, Δημοσιεύματα του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών, XLI, Λευκωσία.
Κυπρή Θ. Δ. (επιμ.) (1983 [2003²]), Υλικά διά την σύνταξιν ιστορικού λεξικού της κυπριακής διαλέκτου, Μέρος Β΄, Γλωσσάριον Ξενοφώντος Π. Φαρμακίδου, Δημοσιεύματα του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών, IX, Λευκωσία.
Πέτρου-Ποιητού Ε. (2013), Από πού κρατάει η σκούφια τους. Λέξεις και ιστορίες από τον κόσμο της γεύσης, Εκδόσεις Επιφανίου, Λευκωσία.
Τόνια Ιωακείμ, Αργυρώ Ξενοφώντος