Ονομασία - Προέλευση
Ήταν λεπτές πίττες που περιείχαν σπόρους (κοκκόνες) από θάμνους.
Η λέξη κοκκόνες στη κυπριακή διάλεκτο σημαίνει σπόροι ή κοκούτσια.
Για τη παρασκευή των κοκκονόπιττων οι γυναίκες ζύμωναν σφιχτό ζυμάρι και πρόσθεταν σπόρους τριμιθιάς ή σχίνου. Τις ξερόψηναν, για να γίνουν σαν παξιμάδια, στο φούρνο.
Λειτουργικός Συμβολικός Ρόλος
Οι κοκκονόπιττες περιείχαν είτε σπόρους τριμιθιάς είτε σπόρους σχίνου και ονομάζονταν τριμιθθόπιττες ή τριμιθθοπούλλες ή τριμιθθένες ή τριμιθθωτές και σσινόπιττες αντίστοιχα. Οι τριμιθθόπιττες περιείχαν σταφίδες και ψήνονταν στο φούρνο για να γίνουν παξιμάδια. Σε πολλά χωριά τις έψηναν σεο φούρνο αφού τις τοποθετούσαν σε φύλλα συκαμιάς (μουριάς). Οι σσινόπιττες περιείχαν σσίνους (σπόρους σχίνου), σταφίδες και λάδι και παρασκευάζονταν με μπατόν (με προζύμι) και σφιχτό ζυμάρι. Ψήνονταν στο φούρνο.
Οι κοκκονόπιττες ήταν λεπτές πάχους περίπου μισού εκατοστού (Κυπρή ΘΔ, Πρωτόπαπα ΚΑ, 2003).
Συμπληρωματικές Πληροφορίες - Βιβλιογραφία
Κυπρή ΘΔ, Πρωτόπαπα ΚΑ. (2003) Παραδοσιακά ζυμώματα της Κύπρου. Δημοσιεύματα του κέντρου επιστημονικών ερευνών ΧVIII, Λευκωσία.
Δημητρίου Δήμητρα