Η παλαιότερη αναφορά στο κολοκάσιν της Κύπρου ανάγεται στο 1191 μ.Χ., σύμφωνα με την οποία σερβιρίστηκε σε δείπνο για τον εορτασμό του γάμου του Ριχάρδου του Λεοντόκαρδου με τη Βερεγγάρια στο Κάστρο Λεμεσού (Jeffery 1926).
Ονομασία - Προέλευση
Πρόκειται για αμυλώδη βολβό (Πέτρου-Ποιητού 2013, λήμμα Κολοκάσι, 62).
Το φυτό κολοκάσια, κοινώς κολοκάσιν (Colocasia esculentum), είναι εδώδιμο φυτό (λαχανικό) που ανήκει στην οικογένεια των Αρωδών (Araceae). Καλλιεργείται για τα εδώδιμα αμυλούχα ριζώματά του (Υπουργείο Γεωργίας 2011, λήμμα 26 - Κολοκάσι).
ΕΤΥΜ. < αρχ. κολοκάσιον (Γιαγκουλλής 2009, λήμμα κολοκάσιν - κολοκάτσιν,το, 210)
< λατ. όνομα του φυτού Colocasia esculentum (Υπουργείο Γεωργίας 2011, λήμμα 26 - Κολοκάσι)
< γαλλ. colocase < λατ. colocasia και μεσαιων. κολοκάσιον (Πέτρου-Ποιητού 2013, λήμμα Κολοκάσι, 62)
Mαγειρεύεται με διάφορους τρόπους π.χ. γιαχνί με ή χωρίς κρέας, ή ως καπαμάς με κρασί (πολύ γνωστός στην επαρχία Αμμοχώστου) Υπουργείο Γεωργίας 2011, λήμμα 26 - Κολοκάσι).
Λειτουργικός Συμβολικός Ρόλος
Το κολοκάσιν αποτελεί ένα από τα πιο κοινά φαγητά στην καθημερινή διατροφή (σημ. Στάλω Λαζάρου).
Το κολοκάσιν συνήθιζαν να το συνδυάζουν με κουπέπια ή με κουκκιά. Ιδιαίτερα για το συνδυασμό κολοκάσι με κουκκιά, έλεγαν «κουτσ̆ιά τζ̆αι κολοκάσιν, ένα τόπον εννά πάσιν» (Χατζηκώστας 1986, 106).
Συμπληρωματικές Πληροφορίες - Βιβλιογραφία
Η παλαιότερη αναφορά στο κολοκάσιν της Κύπρου ανάγεται στο 1191 μ.Χ., σύμφωνα με την οποία σερβιρίστηκε σε δείπνο για τον εορτασμό του γάμου του Ριχάρδου του Λεοντόκαρδου με τη Βερεγγάρια στο Κάστρο Λεμεσού (Jeffery 1926). Σύμφωνα με τον Αθανάσιο Σακελλάριο, τα καλύτερα κολοκάσια της Κύπρου παράγονταν στη Λάπηθο και στην Πάφο. Πριν από την τουρκική εισβολή του 1974, σημαντικές εκτάσεις καλλιεργούνταν στον Άγιο Ανδρόνικο Καρπασίας, στο Συριανοχώρι και, σε μικρότερο βαθμό, στην επαρχία Πάφου. Σήμερα, το κολοκάσιν καλλιεργείται κυρίως στην επαρχία Αμμοχώστου και ιδιαίτερα στο χωριό Σωτήρα, με μικρότερες εκτάσεις στα χωριά Φρέναρος και Λιοπέτρι (Σακελλάριος 1991).
Η φύτευση του κολοκασιού αρχίζει τέλη Φεβρουαρίου (πρώιμη φύτευση) και συνεχίζεται μέχρι τον Μάιο (όψιμη φύτευση) σε χωράφια με κοκκινόχωμα, στα οποία έχει προηγηθεί καλλιέργεια με πλούσια λίπανση. Παράγει ένα μεγάλο κεντρικό ρίζωμα (μάππα), πολλά πλάγια ριζώματα (πούλλες) και μη εδώδιμα φύλλα.
Η παραγωγή του διατίθεται κυρίως στη ντόπια αγορά, ενώ κάποιες ποσότητες εξάγονται στη Μ. Βρετανία για την κυπριακή παροικία Υπουργείο Γεωργίας 2011, λήμμα 26 - Κολοκάσι).
Γιαγκουλλής Κ. Γ. (2009), Θησαυρός Κυπριακής Διαλέκτου. Ερμηνευτικό, Ετυμολογικό, Φρασεολογικό και Ονοματολογικό Λεξικό της Μεσαιωνικής και Νεότερης Κυπριακής Διαλέκτου, Βιβλιοθήκη Κυπρίων Λαϊκών Ποιητών,70, Εκδόσεις Theopress, Λευκωσία.
Πέτρου-Ποιητού Ε. (2013), Από πού κρατάει η σκούφια τους. Λέξεις και ιστορίες από τον κόσμο της γεύσης, Εκδόσεις Επιφανίου, Λευκωσία.
Σακελλάριος Α. (1991), Τα Κυπριακά (1890), τ. Α΄, Εκδόσις Εκατονταετηρίδος, Πολιτιστικόν Ίδρυμα Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ΄, Λευκωσία.
Υπουργείο Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος, Τμήμα Γεωργίας (2011), Γαστρονομικός χάρτης της Κύπρου, Γραφείο Τύπου και Πληροφοριών, Λευκωσία.
Χατζηκώστας Λ. (1986), «Τα κουκιά στη δίαιτα και την παράδοση του λαού μας», Λαογραφική Κύπρος 16,36, 103-107.
Πηγή φωτογραφίας:
«Καρποί κολοκασιού» (Στάλω Λαζάρου)
Στάλω Λαζάρου, Δήμητρα Δημητρίου, Αργυρώ Ξενοφώντος, Τόνια Ιωακείμ