ρέσιν,το

Γαμήλιο φαγητό από πλιγούρι και ζουμί κρέατος.

Ονομασία - Προέλευση
Κυπριακή Ονομασία
ρέσιν
Ελληνική Ονομασία - Περιγραφή

Πρόκειται για γαμήλιο φαγητό από χοντροαλεσμένο πλιγούρι και λιπαρό ζουμί κρέατος (Γιαγκουλλής 2014, λήμμα ρέσιν,το, 460; Κυπρή 1989, λήμμα ρέσιν,το, 157; Κυπρή 1979 [2002²], λήμμα ρέσιν,το, 418).

Γλωσσικές Παρατηρήσεις

ΕΤΥΜ. < αρέσειν < αρέσκω. Ο Κ. Καραποτόσογλου συνδέει το έτυμο της λέξης με το αραβ. raṣî‘a (Γιαγκουλλής 2014, λήμμα ρέσιν,το, 460)
Η Ευγενία Πέτρου-Ποιητού δίνει τις παρακάτω πιθανές ορολογίες: α) την τουρκική λέξη resim, που σημαίνει γιορτή, β) το ελληνικό σιτηρέσιο, γ) ραίω, ραίσειν, που σημαίνει κτυπώ, θραύω, δ) αρέσκω και ε) ρεσίζομαι, που σημαίνει ορέγομαι (Πέτρου-Ποιητού 2013, λήμμα Ρέσι, 125).

Μέθοδος Εξασφάλισης
Άλλο
Μέθοδος Επεξεργασίας

** Για τη συνταγή του ρεσιού, βλ. αντίστοιχο λήμμα αβκωτές,οι στην κατηγορία Παραδοσιακές Συνταγές.

Βιβλιογραφία

Γιαγκουλλής Κ. Γ. (2014), Θησαυρός της Μεσαιωνικής και Νεότερης Κυπριακής Διαλέκτου. Ερμηνευτικός, Ετυμολογικός, Φρασεολογικός και Ονοματολογικός, Βιβλιοθήκη Κυπρίων Λαϊκών Ποιητών,74, Λευκωσία.

Κυπρή Θ. Δ. (επιμ.) (1979 [2002²]), Υλικά διά την σύνταξιν ιστορικού λεξικού της κυπριακής διαλέκτου, Μέρος Α΄, Γλωσσάριον Γεωργίου Λουκά, Δημοσιεύματα του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών, XLI, Λευκωσία.

Κυπρή Θ. Δ. (επιμ.) (1989), Υλικά διά την σύνταξιν ιστορικού λεξικού της κυπριακής διαλέκτου, Μέρος Γ΄, Γλωσσάριον Ιωάννου Ερωτοκρίτου, Δημοσιεύματα του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών, XIV, Λευκωσία.

Πέτρου-Ποιητού Ε. (2013), Από πού κρατάει η σκούφια τους. Λέξεις και ιστορίες από τον κόσμο της γεύσης, Εκδόσεις Επιφανίου, Λευκωσία.

Ερευνητής/Καταχωρητής

Αργυρώ Ξενοφώντος, Τόνια Ιωακείμ