Τα ρόδια συνήθως καταναλώνονταν από του χωρικούς, νωπά ως μέρος του προσφαγιού. Οι γυναίκες στο χωριό Άγιος Αμβρόσιος Κερύνειας, τους καλοκαιρινούς μήνες που δεν υπήρχαν λεμόνια, αντικαθιστούσαν τον χυμό λεμονιού με χυμό ξινών ροδιών (Χατζηκυριακού 2007). Οι Κύπριοι με τον χυμό των γλυκών ροδιών έφτιαχναν δροσιστικό ποτό, ενώ με τον φλοιό και τις ρίζες του ροδιού παρασκεύαζαν αφέψημα, που ήταν ιδανικό σε περιπτώσεις δυσεντερίας και διάρροιας (Μελιφρονίδης 1980, 163). Με το αφέψημα των ανθέων της ροδιάς θεράπευαν την ουλίτιδα και την αμυγδαλίτιδα (Ρουσουνίδης 1988, 136).
Ονομασία - Προέλευση
Το ρόδι είναι ο εδώδιμος καρπός της ροδιάς που έχει το μέγεθος μεγάλου πορτοκαλιού, περίπου σφαιρικό σχήμα, φλούδα λεία, κιτρινοκαστανωπό έως κόκκινο χρωματισμό και πολύσπερμο καρπό (Μπαμπινιώτης 2005, λήμμα ρόδι,το, 1550).
ΕΤΥΜ. < μεσν. ροῒδιν < μτγν. ροῒδιον, υποκ. του αρχ. ρόα < ρέω, λόγω του άφθονου χυμού που περιέχει το φρούτο ή λόγω των καθαρτικών ιδιοτήτων του (Μπαμπινιώτης 2005, λήμμα ρόδι,το, 1550)
Το ρόδι ανήκει στην οικογένεια Punica Granatum L.
Η ροδιά άνθιζε από τον Απρίλιο έως το Μάιο και οι καρποί της ωρίμαζαν από τον Αύγουστο έως τον Νοέμβριο (Χατζηκυριάκου 2007).
Ακόμη και τα ροδόφυλλα τα χρησιμοποιούσαν για διάφορους σκοπούς. Φύλαγαν τις φλούδες των ροδιών (τα ονόμαζαν ροδόφυλλα), τα ξέραιναν για μερικές μέρες στον ήλιο στην αυλή ή στο δώμα τους σπιτιού τους και τα πουλούσαν στους πλανόδιους εμπόρους. Τα χρησιμοποιούσαν για να βάφουν νήματα και βράκες (Ιωαννίδης 2010, 69).
Από τα ροδόφυλλα παρασκεύαζαν επίσης την ξιδκιάν [ξιδκιά,η = είδος μαύρης βαφής δέρματος ποδίνων]. Έβαζαν σ' ένα δοχείο ροδόφυλλα να φουσκώσουν με ξίδι. Σε δυο-τρεις μέρες το ξίδι μετατρεπόταν σε μαύρο χρώμα, το οποίο χρησιμοποιούσαν οι τσαγκάρηδες (Ιωαννίδης 2010, 70).
Τα τμήματα του ροδιού με τους κόκκους τους ονομάζονται παπαούρες, λόγω της ομοιότητάς τους με το έντομο παπαούρα, παπάς, ή κοκκονέλις (Πέτρου-Ποιητού 2013, λήμμα Παπαούρα, 109).
Λειτουργικός Συμβολικός Ρόλος
Τα ρόδια συνήθως καταναλώνονταν από του χωρικούς, νωπά ως μέρος του προσφαγιού. Οι γυναίκες στο χωριό Άγιος Αμβρόσιος Κερύνειας, τους καλοκαιρινούς που δεν υπήρχαν λεμόνια, αντικαθιστούσαν τον χυμό λεμονιού με χυμό ξινών ροδιών (Χατζηκυριακού 2007). Οι Κύπριοι με τον χυμό των γλυκών ροδιών έφτιαχναν δροσιστικό ποτό, ενώ με τον φλοιό και τις ρίζες του ροδιού παρασκεύαζαν αφέψημα, που ήταν ιδανικό σε περιπτώσεις δυσεντερίας και διάρροιας (Μελιφρονίδης 1980, 163). Με το αφέψημα των ανθέων της ροδιάς θεράπευαν την ουλίτιδα και την αμυγδαλίτιδα (Ρουσουνίδης 1988, 136).
Οι Κύπριοι χρησιμοποιούσαν το ρόδι σχεδόν σε όλες τις σημαντικές περιστάσεις της ζωής τους. Μετά την τελετή του γάμου, το αντρόγυνο στην είσοδο της οικίας του έσπαζε ένα ρόδι, για να τους φέρει ευφορία και πολλά παιδιά (Ρουσουνίδης 1988, 118).
Το ρόδι συμβόλιζε ευφορία, γι' αυτό και χρησιμοποιούνταν μετά την τελετή του γάμου και στη διαδικασία της σποράς. Ακόμα, το κόκκινο χρώμα του συμβόλιζε το αίμα του νεκρού. Στην επαρχία της Πάφου, οι γυναίκες άλειφαν τα χείλη του νεογέννητου βρέφους με χυμό ροδιού, μέλι και ζάχαρη, για να γίνει γλυκόλογο και καλοσυνάτο (Ρουσουνίδης 1988, 114-115).
Πριν την έναρξη του θηλασμού, για συμβολικούς, αλλά και πρακτικούς λόγους, έδιναν στο βρέφος ρόδι, σταφύλι ή γλυκάνισσο. Πίεζαν το ρόδι για να βγει ο χυμός του στα χείλη του μωρού ή του έδιναν τον χυμό με το κουταλάκι. Έλεγαν ότι έτσι το μωρό θα γινόταν όμορφο, ευτυχισμένο, γεμάτο καλά ή ότι θα γίνει κόκκινο σαν το ρόδι και γεμάτο υγεία. Σε μερικά χωριά πότιζαν τη ροδιά με τον αγιασμό, ούτως ώστε το ρόδι να είναι αγιασμένο. Γενικά, συνδύαζαν το ρόδι με την ευκαρπία, τη γονιμότητα και την αφθονία (Πρωτοπαπά 2009, 267-268).
Σε πολλά χωριά έβαζαν στο ζεμπίλι της σποράς ρόδι, για να γίνει το σιτάρι κόκκινο και μεγάλο (Ρουσουνίδης 1988, 108). Τα κόλλυβα που παρασκεύαζαν και μοίραζαν οι γυναίκες μετά τη ταφή του νεκρού περιείχαν πάντοτε ρόδι, αφού το χρώμα του συμβόλιζε το αίμα του νεκρού (Ρουσουνίδης 1988, 127).
Συμπληρωματικές Πληροφορίες - Βιβλιογραφία
Σύμφωνα με τους ειδικούς, το δέντρο της ροδιάς (Punica Granatum L.) ήταν από τα πρώτα δέντρα που καλλιεργήθηκαν στη Κύπρο, μαζί με την ελιά και τη συκιά. Πολλοί περιηγητές μνημονεύουν τα κυπριακά ρόδια. Ανάμεσα τους ο Ε. Pesaro (1563) αναφέρει πως υπάρχουν γλυκά, ξινά και γλυκόξινα ρόδια και ότι ένα μεγάλο ρόδι στοιχίζει ένα κουατρίνο (Χατζηκυριάκου 2007). Ο Αθανάσιος Α. Σακελλάριος καταγράφει ότι τα κυπριακά ρόδια ήταν τα νοστιμότερα της Μεσογείου και ότι καράβια από την Αλεξάνδρεια φορτώνονταν με ρόδια από το Βαρώσι [Βαρώσι,το = κατεχόμενη περιοχή της επαρχίας Αμμοχώστου] (Σακελλάριος 1855, 247). Ο Αθήναιος ΧVI μαρτυρεί πως στη Κύπρο τη ροδιά φύτεψε η θεά Αφροδίτη και γι’ αυτό ήταν σύμβολο της γονιμότητας και της ελπίδας (Χατζηκυριάκου 2007).
Το ρόδι συμβόλιζε την ευφορία και την απόκτηση πολλών απογόνων, γι' αυτό και η νύφη μετά την επιστροφή της από την εκκλησία έριχνε στο ανώφλι του σπιτιού της ένα ρόδι, του οποίου τα σπέρματα σκορπίζονταν δεξιά και αριστερά (Ιωαννίδης 2010, 70).
Ως τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα καλλιεργούνταν πολλές ποικιλίες ροδιων - κουφορόβκια κ.ά. - για επιτόπια κατανάλωση και για εξαγωγή στην Αίγυπτο. Το Τρίκωμο [Τρίκωμο,το = κατεχόμενη κοινότητα της επαρχίας Αμμοχώστου] ήταν φημισμένο για τη μεγάλη παραγωγή αλλά και για την ποιότητα των ροδιών του. Τα διέθεταν στην επιτόπια αγορά αλλά και τα έστελλαν έμποροι σε γειτονικές χώρες με καράβια που άραζαν στον ορμίσκο της Χάραυτης. Σε κάθε περιβόλι στο χωριό και σε πολλές αυλές σπιτιών φύονταν ροδιές, γιατί τα φρούτα της είναι πολύ αγαπητά στους Κυπρίους (Ιωαννίδης 2010, 70).
Ιωαννίδης Π. (2010), Τρίκωμο: Το Κεφαλοχώρι της Καρπασίας (Παράδοση - Ιστορία - Άνθρωποι), τ. Β΄ (1878 μ.Χ. - 2010 μ.Χ.), Λευκωσία.
Μελιφρονίδης Ι. Δ. (1980), «Οι καρποί της ροδιάς», Λαογραφική Κύπρος 10,30, 162-163.
Μπαμπινιώτης Γ. (2005), Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας. Με σχόλια για τη σωστή χρήση των λέξεων. Ερμηνευτικό, Ορθογραφικό, Ετυμολογικό, Συνωνύμων-Αντιθέτων, Κυρίων Ονομάτων, Επιστημονικών Όρων, Ακρωνυμίων, Κέντρο Λεξικολογίας, Αθήνα.
Πέτρου-Ποιητού Ε. (2013), Από πού κρατάει η σκούφια τους. Λέξεις και ιστορίες από τον κόσμο της γεύσης, Εκδόσεις Επιφανίου, Λευκωσία.
Πρωτοπαπά Κ. (2009), Τα έθιμα της γέννησης στην παραδοσιακή κοινωνία της Κύπρου, Δημοσιεύματα του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών, XLIX, Λευκωσία.
Ρουσουνίδης Α. Χ. (1988), Δένδρα στην ελληνική λαογραφία με ειδική αναφορά στην Κύπρο, τ. Α΄, Δημοσιεύματα του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών, ΧΙΙΙ, Λευκωσία.
Σακελλάριος Α. Α. (1890), Τα Κυπριακά: Ήτοι Γεωγραφία, Ιστορία και Γλώσσα της Νήσου Κύπρου Από Των Αρχαιοτάτων Χρόνων Μέχρι Σήμερον, Τόμος Πρώτος: Γεωγραφία, Ιστορία, Δημόσιος Και Ιδιωτικός Βίος, Τύποις και Αναλώμασι Π. Δ. Σακελλαρίου, Εν Αθήναις.
Χατζηκυριάκου Ν. Γ. (2011), Αρωματικά και αρτυματικά φυτά στην Κύπρο. Από την Αρχαιότητα μέχρι Σήμερα, Πολιτιστικό Ίδρυμα Τραπέζης Κύπρου, Λευκωσία.
Πηγή φωτογραφίας:
«Ρόδια» (Βαρβάρα Γιάγκου)
Δήμητρα Δημητρίου, Ελένη Χρίστου, Δήμητρα Ζαννέτου, Στάλω Λαζάρου, Αργυρώ Ξενοφώντος, Τόνια Ιωακείμ