σταφίδκια,τα

Οι σταφίδες.

Ονομασία - Προέλευση
Κυπριακή Ονομασία
σταφίδκια
Ελληνική Ονομασία - Περιγραφή

σταφίδες

Για τη παρασκευή των σταφίδων μάζευαν το σταφύλι, το έβαζαν σε καλάθι και το εμβάπτιζαν σε νερό που έβραζε με στάχτη. Για τη στάχτη, οι εργάτες μάζευαν κληματόβεργες που τις έκαιγαν και στη συνέχεια πρόσθεταν 2-3 χούφτες στο νερό. Στη συνέχεια, άπλωναν το σταφύλι σε ύφασμα στον ήλιο για να στεγνώσει και να αποξηρανθεί.Τις περισσότερες φορές τα σταφίδκια γίνονταν στο αμπέλι, για να αποφευχθεί η μεταφορά και ο τραυματισμός του καρπού (Ιωνάς 2001, 101).

Γλωσσικές Παρατηρήσεις

ΕΤΥΜ. < αρχ. σταφίς/ἀσταφίς, -ίδος (αρχαιότ. ο τ. με ἀ- προθεμ.), τεχν. όρ., του οποίου το θ. σταφ- συνδ. πιθ. με το αρχ. σταφυλή) (Μπαμπινιώτης 2005, λήμμα σταφίδα (η), 1647)

Μέθοδος Εξασφάλισης
Συστηματική καλλιέργεια
Μέθοδος Επεξεργασίας

Ο Ιωάννης Ιωνάς στο βιβλίο του «Παραδοσιακά επαγγέλματα της Κύπρου» αναφέρει πως συχνά η σταφίδα, τα σταφίδκια, όπως τα έλεγαν, γινόταν μέσα στο ίδιο το αμπέλι για να αποφευχθεί η κατά τη μεταφορά στο σπίτι κάκωση των σταφυλιών. Διαλέγονταν ισιοτόπια, κοντά ή μέσα στο αμπέλι, μέσα στα οποία, ύστερα από καθαρισμό των αγριόχορτων, απλώνονταν, είτε πάνω σε ρούχα, είτε πάνω σε ένα στρώμα από κληματόφυλλα για δημιουργία καθαρής επιφάνειας. Με κληματόβεργες που φυλάγονταν κάπου στις άκριες του αμπελιού από την εποχή του κλαδέματος, έκαναν φωτιά και μάζευαν τη στάχτη για να κάνουν αλουσίβαν [αλισίβα, σταχτόνερο]. Μέσα σε χαρτζ̆ίν με νερό που έβραζε στη φωτιά πρόσθεταν δυο, τρεις ή και περισσότερες χούφτες στάχτη από κληματόβεργες και στη συνέχεια με τη βοήθεια καλαθιού εμβάπτιζαν λίγα-λίγα τα σταφύλια μέσα στη ζεστή αλουσίβαν, ως επίσης και διάλυμα νερού με λάδι. Όταν τα έβγαζαν, τα άπλωναν στον ήλιο για να στεγνώσουν και σταδιακά να αποξηρανθούν για να μετατραπούν σε σταφίδα. Αργότερα η ζεστή αλουσίβα αντικαταστάθηκε από ζεστό διάλυμα ποτάσας.
Τα σταφύλια εκτιθέμενα στον ήλιο λίγες μέρες, αποξηραίνονταν και γίνονταν σταφίδα. Η σταφίδα ανακινείτο για να χωρίσουν οι αποξηραμένες ρώγες σταφυλιού από την κάρα [το τσαμπί], η οποία έπρεπε ν’ αφαιρεθεί. Τότε η σταφίδα ήταν έτοιμη και μπορούσε να φυλαχτεί σε μικρές σακούλες από ύφασμα για να είναι διαθέσιμη για κατανάλωση σε όλη τη διάρκεια του έτους (Ιωνάς 2001, 101).

Διατροφική Αξία

Μετά την έκθεση στον ήλιο οι σταφίδες φυλάγονταν σε υφασμάτινες σακούλες και καταναλώνονταν όλο το χρόνο ως μέρος του μπουκκώματος.

Εορταστικές Περιστάσεις

Μετά τον γάμο, κερνούσαν σταφίδες, κουαμέ και κονιάκ. Σε άλλες περιπτώσεις κερνούσαν γλυκό μόσφιλο ή κυδώνι (Μαυροκορδάτος 2003, 334).

Χρονολογία
19ος - 21ος αι.
Συμπληρωματικά Στοιχεία

«Μεγαλόρραξ [σ.σ. με μεγάλες ρώγες] εγγίγαρτος [σ.σ. με κουκούτσια] μαύρη σταφίς παράγεται κατά μεγάλα ποσά εις πολλά μέρη της Μ. Ασίας ως και εν Κύπρω εκ παραλλαγών της διαφοράς Βούφθαλμος [κν. εν Κύπρω Όφταλμο] και ιδίως της παραλλαγής ήτις εν Ελλάδι ονομάζεται Φιλέρι»(Γεννάδιος 1914, 60).

Βιβλιογραφία

Γεννάδιος Π. Γ. (1914), Λεξικόν φυτολογικόν: Περιλαμβάνον τα ονόματα, την ιθαγένειαν και τον βίον υπερδεκασχιλίων φυτών, εν οις και τα λόγω χρησιμότητος ή κόσμου καλλιεργούμενα, των οποίων περιγράφονται και η ιστορία, η καλλιέργεια, τα προϊόντα και αι νόσοι, Εκ του Τυπογραφείου Παρασκευά Λεωνή, Εν Αθήναις.

Ιωνάς Ι. (2001), Τα παραδοσιακά επαγγέλματα της Κύπρου, Δημοσιεύματα του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών, ΧΧΧVΙΙ, Λευκωσία.

Μαυροκορδάτος Γ.Ι. (2003), Δίκωμο: Το χθες και το σήμερα, Λευκωσία.

Μπαμπινιώτης Γ. (2005), Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας. Με σχόλια για τη σωστή χρήση των λέξεων. Ερμηνευτικό, Ορθογραφικό, Ετυμολογικό, Συνωνύμων-Αντιθέτων, Κυρίων Ονομάτων, Επιστημονικών Όρων, Ακρωνυμίων, Κέντρο Λεξικολογίας, Αθήνα.8

Ερευνητής/Καταχωρητής

Δήμητρα Δημητρίου, Σάββας Πολυβίου, Αργυρώ Ξενοφώντος, Τόνια Ιωακείμ