Περιγραφή Χώρου
Ο μύλος αποτελείται από τα ακόλουθα μέρη:
1. Από τη λεκανοειδή βάση, μέσα στην οποία τοποθετούσαν τις ελιές. Η βάση αυτή ονομάζεται «σκουτέλλιν του μύλου».
2. Από το ελαιοτριβείο, το οποίο έχει μία τρύπα στη μέση, δια της οποίας διέρχεται ένα μακρύ στερεό ξύλο, το λεγόμενον «κοντάριν του μύλου». Σε αυτό ξεύγνυται το άλογο ή γαϊδούρι, το οποίο κινεί το ελαιοτριβείο. Το ελαιοτριβείο βρίσκεται τοποθετημένο παράπλευρως ενός τετραγώνου ξύλινου στύλου, ο οποίος είναι επίσης τρυπημένος, ούτως ώστε το το κοντάρι, το οποίο διέρχεται δια του ελαιοτριβείου να διέρχεται και δια αυτού του στύλου. Ο στύλος αυτός περιστρέφεται περί τον άξονά του, μαζί με το ελαιοτριβείο. Στηρίζεται δε αυτός ο στύλος στο κάτω μέρος του, στο κέντρο της λεκανοειδούς βάσης, και στο πάνω μέρος επί μεγάλης δοκού της στέγης.
3. Από το μάγκανον. Οι αλεσμένες ελιές τίθενται σε πλεκτούς σάκκους από βούρλα, τα ζιμπίλια, τα οποία πιεζόμενα αφήνουν το λάδι να εξέλθει, ενώ κρατούν τους πυρήνες μέσα (Κυπρή 1989, λήμμα μύλος,ο, 39).
Ο Ιωάννης Ιωνάς αναφέρει πως απαραίτητα μέρη του μύλου ήταν οι μυλόπετρες και το πιεστήρι. Το πιεστήρι ήταν ξύλινη κατασκευή σε σχήμα μεγάλου Π, η οποία είχε τρύπα στη μέση της χαζίρας [χαζίρα,η = το οριζόντιο δοκάρι του μύλου] για να περνά κατακόρυφα, ένας, επίσης ξύλινος, κοχλίας. Τη διάμετρο του κοχλία διαπερνούσαν διαμετρικά τέσσερα ξύλα που προεξείχαν και χρησιμοποιούνταν ως χειρολαβές για να είναι δυνατή η περιστροφή με την οποία θα κατέβαινε προς τα κάτω (ο κοχλίας), έτσι ώστε να επιτευχθεί η συμπίεση. Σαν βάση, κάτω από το μεγάλο Π υπήρχε μεγάλη πέτρα ορθογώνιου σχήματος με μεγάλη κυκλική χαραγή γύρω από το κέντρο, η οποία συνδεόταν με ευθύγραμμο μικρό κανάλι για προώθηση του εξαγόμενου λαδιού προς τον κρουνό (Ιωνάς 2001, 215-216).
ελαιοτριβείο, λιοτριβειό, λιοτρίβι
ΕΤΥΜ. ελαιοτριβείο < μτγν. ἐλαιοτριβεῖον < ἐλαία + -τριβεῖον < τρίβω (Μπαμπινιώτης 2005, λήμμα ελαιοτριβείο,το, 582)
Additional information and bibliography
Στα ελαιοπιεστήρια της Κύπρου αναφέρεται το Φυτολογικόν Λεξικόν του Γεννάδιου: «Πολλά εισέτι σώζονται εν Κύπρω ελαιοπιεστήρια πρωτογενούς όλως εφευρέσεως. Ταύτα συνίστανται εκ παμμεγίστου ξυλίνου μοχλού (κορμού μεγάλου δένδρου) κάτωθεν του οποίου τοποθετούνται και πιέζονται αι περιέχουσαι την ζύμην (σ.σ. τις αλεσμένες ελιές) σπυρίδες (σ.σ. ζεμπίλια)» (Γεννάδιος 1914, 282-283).
Οι ελιόμυλοι, στα πολύ παλιά χρόνια ήταν, είτε περιουσία της εκκλησίας, είτε περιουσία κάποιων αρχόντων και έτσι ένα μέρος της παραγωγής λαδιού πήγαινε στην εκκλησία ή στον προύχοντα της κοινότητας. Όσοι δεν ήθελαν να δώσουν ένα μέρος της παραγωγής τους για τα μυλωνιάτικα [μυλωνιάτικα,τα = δικαιώματα του μύλου] μπορούσαν να πληρώσουν σε χρήμα και να πάρουν όλη την παραγωγή τους. Οι εγκαταστάσεις των μύλων μπορούσαν, είτε να είναι οργανωμένες σε υπαίθριο χώρο, όπως για παράδειγμα την αυλή της εκκλησίας και τη μικρή πλατεία του χωριού, είτε μέσα σε υποστατικό που είχε κτιστεί για τον σκοπό αυτό.
Στα κάπως νεότερα χρόνια οι μύλοι ενοικιάζονταν ύστερα από πλειστηριασμό και τη λειτουργία αναλάμβανε ο μεγαλύτερος πλειοδότης, ο οποίος μπορούσε και αυτός με τη σειρά του να πληρώσει αντί σε χρήμα, με την παραχώρηση μιας προσυμφωνημένης ποσότητας λαδιού. Πάντοτε, ο ελαιοπαραγωγός, όφειλε μετά την εξαγωγή του λαδιού, να δώσει μια ποσότητα από το λάδι του στον μύλο. Ο μυλωνάς, εκτός από τη μικρή ποσότητα λαδιού που έπαιρνε από τον παραγωγό, έπαιρνε και τα ζίβανα, δηλαδή τα απόβλητα των ελιών μετά την εξαγωγή του λαδιού, τα οποία μπορούσε να πουλήσει για να χρησιμοποιηθούν ως πρώτη ύλη στην κατασκευή σαπουνιών, στη στεγανοποίηση των πόρων των πιθαριών και ως λιπαντικό κόπρι (Ιωνάς 2001, 213, 215-216).
Στο χωριό Πέλλα-Πάις [(Μ)πέλλα-Πάις,το = κατεχόμενη κοινότητα της επαρχίας Κερύνειας] υπήρχαν κατά τον 20ό αι. δύο υπερσύγχρονα ελαιοπιεστήρια για την εξαγωγή του ελαιολάδου.
«Στις καλοχρονιές, όταν δηλαδή υπήρχε μεγάλη παραγωγή λαδιού –λαδκιά όπως λέγαμε– και τα δύο εργοστάσια-ελαιοτριβεία δούλευαν νύχτα και ημέρα από τα μέσα Σεπτεμβρίου μέχρι και τα Χριστούγεννα για να προλάβουν την παραγωγή. Πολλοί ελαιοπαραγωγοί του χωριού αναγκάζονταν να βγάζουν το λάδι τους, να «ξιλαδίζουν», και σε ελαιοτριβεία του Καζαφανιού [Καζάφανι,το = κατεχόμενη κοινλότητα της επαρχίας Κερύνειας] ή του Αγίου Επικτήτου [Άγιος Επίκτητος,ο = κατεχόμενη κοινότητα της επαρχίας Κερύνειας].
Πρόδρομοι των σύγχρονων ελαιοτριβείων ήταν οι ελαιόμυλοι, όπου, εκτός από το άλεσμα των ελιών που γινόταν με ζώα, όλα τα άλλα γίνονταν με το χέρι. Τέτοιοι ελαιόμυλοι υπήρχαν τουλάχιστον τρεις. Ο τελευταίος, του Ζαμπά, μπήκε στην ιστορία τη δεκαετία του ’40» (Χριστοδουλίδης 1994, 77).
Γεννάδιος Π. Γ. (1914), Λεξικόν φυτολογικόν: Περιλαμβάνον τα ονόματα, την ιθαγένειαν και τον βίον υπερδεκασχιλίων φυτών, εν οις και τα λόγω χρησιμότητος ή κόσμου καλλιεργούμενα, των οποίων περιγράφονται και η ιστορία, η καλλιέργεια, τα προϊόντα και αι νόσοι, Εκ του Τυπογραφείου Παρασκευά Λεωνή, Εν Αθήναις.
Ιωνάς Ι. (2001), Τα παραδοσιακά επαγγέλματα της Κύπρου, Δημοσιεύματα του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών, ΧΧΧVΙΙ, Λευκωσία.
Κυπρή Θ. Δ. (επιμ.) (1989), Υλικά διά την σύνταξιν ιστορικού λεξικού της κυπριακής διαλέκτου, Μέρος Γ΄, Γλωσσάριον Ιωάννου Ερωτοκρίτου, Δημοσιεύματα του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών, XIV, Λευκωσία.
Μπαμπινιώτης Γ. (2005), Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας. Με σχόλια για τη σωστή χρήση των λέξεων. Ερμηνευτικό, Ορθογραφικό, Ετυμολογικό, Συνωνύμων-Αντιθέτων, Κυρίων Ονομάτων, Επιστημονικών Όρων, Ακρωνυμίων, Κέντρο Λεξικολογίας, Αθήνα.
Χριστοδουλίδης Χρ. (1994), Πέλλα-Πάις, Λεμεσός.
Πηγή φωτογραφίας:
«Ελαιοτριβείο παλαιού τύπου» (Περιοδικό Αγρότης, Υπουργείο Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος)
Στάλω Λαζάρου, Σάββας Πολυβίου, Αργυρώ Ξενοφώντος, Τόνια Ιωακείμ