ανάολος,ο

Το υπερυψωμένο πετρόκτιστο τμήμα του νερόμυλου, εντός του οποίου πέφτει το νερό που δίνει την κίνηση στη φτερωτή.



 

 

Ονομασία - Χρήσεις
Περιγραφή Σκεύους / Εργαλείου

Ο υπερυψωμένος λάκκος του υδρόμυλου από πέτρα και ασβέστη, μέσα στον οποίο έπεφτε το νερό που έδινε την κίνηση στη φτερωτή (Κυπρή 1979 [2002²], λήμμα ανάολος,ο, 38; Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια, τ. 2, λήμμα ανάολος,ο, 151).

Κυπριακή Ονομασία
ανάολος
Ετυμολογία - Γλωσσικές Παρατηρήσεις

Ανάολος ονομάζεται και το σύνορο μεταξύ δύο χωραφιών (βλ. λήμμα ανάολος,ο στην κατηγορία Χώροι Παραγωγής - Διάθεσης).

Βιβλιογραφία

Κυπρή Θ. Δ. (επιμ.) (1979 [2002²]), Υλικά διά την σύνταξιν ιστορικού λεξικού της κυπριακής διαλέκτου, Μέρος Α΄, Γλωσσάριον Γεωργίου Λουκά, Δημοσιεύματα του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών, XLI, Λευκωσία.

Παυλίδης Α. (επιμ.) (1985), Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια, τ. 2, Φιλόκυπρος, Λευκωσία.

Ερευνητής/Καταχωρητής

Κυριακή Παντελή, Αργυρώ Ξενοφώντος