ματσούρα,η

Καλάμι που χρησιμοποιείται για το ανακάτεμα του γάλακτος / Το υπόλοιπο του σαρώθρου [σκούπα φτιαγμένη από κλαδιά].



Ονομασία - Χρήσεις
Περιγραφή Σκεύους / Εργαλείου

Καλάμι που έχει στην άκρη του ένα κομμάτι θυμάρι. Χρησιμοποιείται για το ανακάτεμα του γάλακτος κατά την παρασκευή του χαλλουμιού και της αναρής (Μαυροκορδάτος 2003, 314).

Το συγκεκριμένο τεμάχιο καλαμιού έχει μήκος ένα περίπου μέτρο (Κυπρή 1989, λήμμα ματσούρα,η, 89).

Ο Ξενοφών Π. Φαρμακίδης στο Γλωσσάριό του σημειώνει πως η ματσούρα είναι το υπόλοιπο του σαρώθρου. Το σάρωθρον, λόγω μεγάλης χρήσης, φθείρεται και απομένει μέρος μικρό και λεπτό, το οποίο δεν είναι κατάλληλο για σκούπισμα. Αυτό οι Καρπασίτες το αποκαλούν ματσούραν (Κυπρή 1983 [2003²], λήμμα ματσούρα,η, 403).

Ο Κωνσταντίνος Γ. Γιαγκουλλής δίνει και τις δύο παραπάνω ερμηνείες για τη λέξη ματσούρα: α) ένα κομμάτι θρουμπί στην άκρη καλαμιού με το οποίο ανακατεύουν τον νορρόν για να φτιάξουν την αναρήν, β) το υπόλοιπο της σαρκάς [σκούπας] όταν αυτή φθαρεί (Γιαγκουλλής 2009, λήμμα ματσούρα,η, 277).

Κυπριακή Ονομασία
ματσούρα
Ετυμολογία - Γλωσσικές Παρατηρήσεις

ΕΤΥΜ. Ίσως προέρχεται από το μάτσα [δέσμη] και ουρά (Κυπρή 1989, λήμμα ματσούρα,η, 89).

Τρόπος Χρήσης
Χρονολογία
19ος – 20ός αι.
Βιβλιογραφία

Γιαγκουλλής Κ. Γ. (2009), Θησαυρός Κυπριακής Διαλέκτου. Ερμηνευτικό, Ετυμολογικό, Φρασεολογικό και Ονοματολογικό Λεξικό της Μεσαιωνικής και Νεότερης Κυπριακής Διαλέκτου, Βιβλιοθήκη Κυπρίων Λαϊκών Ποιητών,70, Εκδόσεις Theopress, Λευκωσία.

Κυπρή Θ. Δ. (επιμ.) (1983 [2003²]), Υλικά διά την σύνταξιν ιστορικού λεξικού της κυπριακής διαλέκτου, Μέρος Β΄, Γλωσσάριον Ξενοφώντος Π. Φαρμακίδου, Δημοσιεύματα του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών, IX, Λευκωσία.

Κυπρή Θ. Δ. (επιμ.) (1989), Υλικά διά την σύνταξιν ιστορικού λεξικού της κυπριακής διαλέκτου, Μέρος Γ΄, Γλωσσάριον Ιωάννου Ερωτοκρίτου, Δημοσιεύματα του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών, XIV, Λευκωσία.

Μαυροκορδάτος Γ. Ι. (2003), Δίκωμο: Το χθες και το σήμερα, Λευκωσία.

Ερευνητής/Καταχωρητής

Σάββας Πολυβίου, Αργυρώ Ξενοφώντος