Έτσι ονομαζόταν το λίπος από την παχία και μεγάλη ουρά των κυπριακών προβάτων.
Ονομασία - Προέλευση
Πρόκειται για το λίπος από την ουρά του προβάτου (Πέτρου-Ποιητού 2013, λήμμα Βάκλα, 30).
Ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά της μεγίστης πλειονότητας των κυπριακών προβάτων είναι η παχιά και μεγάλη ουρά τους, η βάκλα, και συγκεκριμένα των αρσενικών και ιδιαιτέρως των προς σφαγή θρεφταριών, που συνήθως ανατρέφονται μεμονωμένα στα γεωργικά υποστατικά και περιβόλια. Δεν θα ήταν υπερβολή να λεχθεί ότι η λιπώδης αυτή ουρά των κυπριακών θρεφταριών, πεσλήδων, φτάνει το ένα έβδομο μέχρι το ένα πέμπτο του όλου βάρους του σφαγίου (Ξιούτας 1978, 114).
ΕΤΥΜ. < λατ. baculum [baculum = παχύς] (Πέτρου-Ποιητού 2013, λήμμα Βάκλα, 30)
Βάκλα ή βακλίν, ονομάζεται στην Κύπρο η ουρά του προβάτου. Για το λόγο αυτό και τα κυπριακά πρόβατα ονομάζονται παχύουρα.
Βακλέτιν ονομαζόταν το ζώο με παχειά ουρά: «Το αρνίν έν φτωχόν, μα έν βακλέτιν» (Πέτρου-Ποιητού 2013, λήμμα Βάκλα, 30).
Ο Ξενοφών Π. Φαρμακίδης σημειώνει στο Γλωσσάριό του πως η βάκλα είναι η μακρά ράβδος με την οποία οι γεωργοί ρίχνουν τα χαρούπια ή τις ελιές. Επιπλέον, βάκλα και υποκ. βακλούδα ή βακλίν (το) ονομάζεται και η ουρά του προβάτου (Κυπρή 1983 [2003²], βάκλα,η, 9). Το ίδιο αναφέρει και ο Ιωάννης Ερωτόκριτος στο Γλωσσάριό του, προσθέτοντας ακόμα μια ερμηνεία: συνεκδ. (με την ουρά προβάτου) βάκλα είναι το κάτω μέρος της βράκας του χωρικού, η (αλλιώς) λεγόμενη σέλλα ή σελλοβρατζ̆ιά (Κυπρή 1989, λήμμα βάκλα,η, 17). Ο Κωνσταντίνος Γ. Γιαγκουλλής συμφωνεί με τα παραπάνω, συμπληρώνοντας πως μτφ. η λέξη σημαίνει τα κωλομέρια της γυναίκας (Γιαγκουλλής 2009, λήμμα βάκλα,η, 92).
Τον λιπώδη ιστό της προβίσιας ουράς, οι Κύπριοι τον έτρωγαν οφτό και τον θεωρούσαν μάλιστα έναν πολύ γλυκό μεζέ. Η προσθήκη βάκλας θεωρούταν απαραίτητη ώστε φαγητά, όπως τα γιαχνιστά και ο καουρμάς, να αποκτήσουν ακαταμάχητη γεύση και να «γλείφεις τα δάκτυλά σου». Η βάκλα είναι όμως κυρίως γνωστή για τη χρήση της στην παρασκευή του χοιρινού σουβλακιού, όπου μαζί με κάθε κομμάτι ψαχνού κρέατος προστίθετο στη σούβλα και ένα κομμάτι λίπους από την ουρά του προβάτου. Ήταν κοινή πεποίθηση ότι χωρίς τη βάκλα δεν φτιάχνονται αρκετά γλυκά σουβλάκια: «η βάκλα η οφτή στην σούγλαν εν πολλά γλυτζύς μεζές, τζι (δ)εν γίνουνται σουγλούδκια χωρίς βάκλαν». Ρευστοποιημένη βάκλα προστίθετο κάποιες φορές και στη μύλλαν του χοίρου για να γίνει το τελικό προϊόν πιο αφράτο (Ξιούτας 1978, 114).
Συμπληρωματικές Πληροφορίες - Βιβλιογραφία
Γιαγκουλλής Κ. Γ. (2009), Θησαυρός Κυπριακής Διαλέκτου. Ερμηνευτικό, Ετυμολογικό, Φρασεολογικό και Ονοματολογικό Λεξικό της Μεσαιωνικής και Νεότερης Κυπριακής Διαλέκτου, Βιβλιοθήκη Κυπρίων Λαϊκών Ποιητών,70, Εκδόσεις Theopress, Λευκωσία.
Κυπρή Θ. Δ. (επιμ.) (1983 [2003²]), Υλικά διά την σύνταξιν ιστορικού λεξικού της κυπριακής διαλέκτου, Μέρος Β΄, Γλωσσάριον Ξενοφώντος Π. Φαρμακίδου, Δημοσιεύματα του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών, IX, Λευκωσία.
Κυπρή Θ. Δ. (επιμ.) (1989), Υλικά διά την σύνταξιν ιστορικού λεξικού της κυπριακής διαλέκτου, Μέρος Γ΄, Γλωσσάριον Ιωάννου Ερωτοκρίτου, Δημοσιεύματα του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών, XIV, Λευκωσία.
Ξιούτας Π. (1978), Κυπριακή λαογραφία των ζώων, Δημοσιεύματα του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών, XXXVIII, Λευκωσία.
Πέτρου-Ποιητού Ε. (2013), Από πού κρατάει η σκούφια τους. Λέξεις και ιστορίες από τον κόσμο της γεύσης, Εκδόσεις Επιφανίου, Λευκωσία.
Πηγή φωτογραφίας:
«Πρόβατα στην κυπριακή ύπαιθρο» (Φ. Γεωργιάδης)
Δήμητρα Δημητρίου, Τόνια Ιωακείμ, Αντωνία Ματάλα / Πετρούλα Χατζηττοφή, Αργυρώ Ξενοφώντος