'το φλαγγούι των βοσκών' . Είδος άγριου μανιταριού με ακανόνιστο σχήμα.
Ονομασία - Προέλευση
Άγριο μανιτάρι.
Οι βοσκοί του χωριού που έμεναν στις μάντρες ήταν τυχεροί. Με τα πρωτοβρόχια όταν ακολουθούσε ο καυτός ήλιος, στα χωράφια τoυ Καϊμακλιού και γύρω από τις μάντρες τους η γη έβγαζε ένα είδος μανιταριού, σαν πατάτα σε ακανόνιστο σχήμα. Αυτά τα μανιτάρια τα ονόμαζαν «ίγνια». Γνώριζαν από τους γονείς και τους παππούδες τους πού φύτρωναν. Τα μάζευαν και τα τηγάνιζαν μαζί με λίπος προβάτου και τα ανακάτευαν με τα αυγά.
Καντζηλάρης Γ. (2007, σελ. 231)
Η ονομασία "ίγνια φαίνεται να είναι παράφραση της αρχαίας ονομασίας "ύδνα". (Σημ. Στ. Λαζάρου)
Στο Γλωσσάριον του Γ. Λουκά αναφέρονται και ως "μιρμιλλίνα" και "ύχνα". Λουκά Γ.(2002, σελ. 312)
Τα μάζευαν, τα τηγάνιζαν μαζί με λίπος προβάτου και τα ανακάτευαν με τα αυγά.
Καντζηλάρης Γ. (2007, σελ 231).
Λειτουργικός Συμβολικός Ρόλος
Ο συγγραφέας τα ονομάζει φλαγκούι ή βλαγκούι επειδή είναι τόσο νόστιμα όσο το συκώτι.
Συμπληρωματικές Πληροφορίες - Βιβλιογραφία
Κι η μητέρα μου κάποτε μαζεύει από το χωράφι δίπλα από το σπίτι μας και τα τηγανίζει. Είναι πεντανόστιμα. Ε.Χρίστου
Από αναφορές σε αρχαίους και Ρωμαίους συγγραφείς φαίνεται ότι τα ύδνα θεωρούνταν μια ξεχωριστή λιχουδιά. (http://www.troufaplus.com/posts/historical-information?locale=el )
Η πρώτη γραπτή αναφορά για τις Τρούφες γίνεται από τον Θεόφραστο τον 4ο αιώνα π.Χ.
Ο Αθηναίος αφιερώνει ολόκληρο κεφαλαίο για τα ύδνα, αλλά κι ο Γαληνός, Διοσκουρίδης, Θεόφραστος, Πλούταρχος, Πλίνιος, Κικέρωνας κ.α., συχνά τα αναφέρουν στα γραπτά τους.
Ο Διοσκουρίδης κι ο Θεόφραστος, σαν βοτανικοί, έδωσαν με θαυμαστή ακρίβεια και συντομία την περιγραφή των ύδνων. "Το ύδνο είναι ρίζα στρογγυλή χωρίς φύλλα, χωρίς βλαστό, υπόξανθη που εκριζώνεται την άνοιξή. Είναι φαγώσιμη και τρώγεται ωμή και ψημένη". Κατά το Θεόφραστο "… το ύδνο δεν έχει ούτε βλαστό, ούτε κλαδί, ούτε κλαδάκι, ούτε φύλλο, ούτε λουλούδι, ούτε καρπό, ούτε φλούδα ή εγκάρδιο ξύλο ή ίνες ή αγγεία".
Ο Πλίνιος γράφει για τις διάφορες κατηγορίες των ύδνων ότι:
"Υπάρχουν δύο είδη ύδνων, το ένα γεμάτο με άμμο που γι’αυτό τραυματίζει τα δόντια, το άλλο χωρίς άμμο και χωρίς καμιά ακαθαρσία. Διακρίνονται δε από το χρώμα τους, που είναι κοκκινωπό ή μαύρο ή άσπρο κι ανάμεσα τους τα πιο περιζήτητα είναι εκείνα που προέρχονται από την Αφρική".
Ο Πλούταρχος αναφέρει, ότι δείπνησε στην Ηλεία με ύδνα, που ήταν τεράστια σε μέγεθος.
Είναι μανιτάρια πλούσια σε πρωτεΐνες, γι’αύτο θεωρούνται ως "φυτικό κρέας", με νοστιμότατη κι αρωματική σάρκα. Τρώγονται ωμά, ψημένα ή συντηρημένα (κονσέρβα, αποξεραμένα ή διατηρημένα στο λάδι, ξίδι, ή άρμη).
Ο Διοσκουρίδης γράφει, ότι τα ύδνα συλλέγονται την άνοιξη και τρώγονται ωμά ή ψημένα.
Σε περικοπές του Θεόφραστου, που διασώθηκαν από το Αθήναιο, αναφέρεται, ότι τα ύδνα είναι πολύ νόστιμα κι έχουν μυρωδιά όπως το κρέας και πως "σκληραίνουν με τις φθινοπωρινές βροχές και τους κεραυνούς και μάλλον με τους κεραυνούς, που είναι και η κυριότερη αιτία (που τα κάνει σκληρά)".
Επίσης στους "Δειπνοσοφιστές" του Αθηναίου "ο Δίφιλος, χαρακτηρίζει τα ύδνα δύσπεπτα, αλλά γευστικά και μαλακτικά, επίσης ευκοίλια και μερικά άπαυτα είναι φαρμακερά όπως τα μανιτάρια".
Ο Πυθαγόρας κι ο Γαληνός 2500 χρόνια πριν υποστήριξαν ότι τα ύδνα μπορούν να καλλιεργηθούν τεχνητά.
Για τους Ρωμαίους η τρούφα αποτελούσε ένα εξαιρετικά γνώριμο έδεσμα, το οποίο εισήγαγαν από τη Λιβύη μέσα σε σφραγισμένα δοχεία γεμισμένα με άμμο. Δεν επρόκειτο για μαύρες τρούφες, αλλά για λευκές τρούφες του γένους Terfezia, που ευδοκιμούν και στις ερήμους.
Ολόκληρο το άρθρο εδώ. http://www.troufaplus.com/posts/historical-information?locale=el
Καντζηλάρης Γεώργιος (2007) Το Καϊμακλί μέσα από το πέρασμα του χρόνου, Λευκωσία.
Περί τρούφας. Ιστορικά στοιχεία. http://www.troufaplus.com/posts/historical-information?locale=el
Λουκά Γ. (1983). Γλωσσάριον Γεωργίου Λουκά, [Υλικά διά την σύνταξιν Ιστορικού Λεξικού της Κυπριακής Διαλέκτου, μέρος A', έκδ. Θεοφανώς Δ. Κυπρή], Κέντρο Επιστημονικών Ερευνών, Λευκωσία, 2002.
Ελένη Χρίστου, Στάλω Λαζάρου