καπύρα,η

Η φρυγανιά / Το ψητό γουρουνόπουλο.





Ονομασία - Προέλευση
Κυπριακή Ονομασία
καπύρα
Ελληνική Ονομασία - Περιγραφή

Πρόκειται για την πανελλήνιως γνωστή φρυγανιά (Κυπρή 1983 [2003²], λήμμα καπύρα,η, 306) - ψωμί ή φέτα ψωμιού στη σχάρα, ξεροψημένο (Πέτρου-Ποιητού 2013, λήμμα Καπύρα, 51).
Ο Γεώργιος Λουκάς στο Γλωσσάριό του σημειώνει πως είναι άρτος, συνήθως προγεύματος, περιωπτημένος ή τσιγαρισμένος: «Μυρίζει ψουμίν καμένον κι αλώπως εκάμετε καπύρες» (Κυπρή 1979 [2002²], λήμμα καπύρα,η, 191).
Ο Ιωάννης Ερωτόκριτος επισημαίνει πως είναι φέτα ψωμιού, ψημένη στα κάρβουνα ή τηγανισμένη με λάδι ή βούτηρο.

Καπύρα ονομαζόταν και η γαλακτερή γουρουνιά, όταν γινόταν ψητή (οφτή): «Είντα πασ̆ειά γουρουνιά για καπύραν» (Κυπρή 1983 [2003²], λήμμα καπύρα,η, 306) - το ξεροψημένο γουρουνόπουλο (Πέτρου-Ποιητού 2013, λήμμα Καπύρα, 51; Κυπρή 1979 [2002²], λήμμα καπύρα,η, 191).

Γλωσσικές Παρατηρήσεις

ΕΤΥΜ. < ρ. καπυρίζω. Η λέξη, αν και είναι ελληνική, παράγεται ίσως από το κάτω + πυρά, ήτοι εκ του πρωτοτύπου θέματος κα (F) - πυρά και σημαίνει το καιόμενον αμέσως επί της πυράς, χωρίς να μεσολαβήσει κάτι μεταξύ αυτών. Ή εκ της προθέσεως κατά, συγκοπή της λήγουσας –τα. Κατά+πυρά, καταπυρά, καπύρα (Κυπρή 1983 [2003²], λήμμα καπύρα,η, 306).
< αρχ. καπύριον (Γιαγκουλλής 2009, λήμμα καπύρα,η, 181)
< ελλ. φρ. «καπύρια πυρά» του Αθήναιου (Πέτρου-Ποιητού 2013, λήμμα Καπύρα, 51)

συν. κατσούρα (Κυπρή 1989, λήμμα καπύρα,η, 450)

Μέθοδος Εξασφάλισης
Οικιακή κτηνοτροφία
Κτηνοτροφία
Μέθοδος Επεξεργασίας

Τόσο το ψωμί όσο κι η γουρούνα ψήνονταν στον φούρνο / στο τηγάνι (Κυπρή 1989, λήμμα καπύρα,η, 450).

Διατροφική Αξία

Οι πάσχοντες με διαβήτη ή άλλες ασθένειες, στους οποίους απαγορεύεται η χρήση του ψωμιού, κόβουν φέτες ψωμιού, τις οποίες ημικαίουν στη φωτιά και τις μεταχειρίζονται προς τροφή: «Κάμε μου μιαν καπύραν, γιατί ο γιατρός εμπόδισέν με να τρώω ψουμίν!» (Κυπρή 1989, λήμμα καπύρα,η, 450).

Οι τηγανιτές καπύρες εμβαπτίζονται σε μελίπηκτον [μελίπηκτον,το = γλύκυσμα παρασκευασμένο από σουσάμι και μέλι∙ το παστέλι (Μπαμπινιώτης 2005, λήμμα μελίπηκτο,το, 1069)] και τρώγονται ως γλύκυσμα (Κυπρή 1989, λήμμα καπύρα,η, 450).
Κάτι τέτοιο αναφέρεται και από τον Παύλο Ξιούτα∙ ότι οι μητέρες έδιναν στα παιδιά τους φρυγανιές αλειμμένες με μύλλαν και ζάχαρη ως γλυκό, συνήθως το απόγευμα (Ξιούτας 1978, 151).

Από τηγανητές καπύρες παρασκευάζεται και είδος φαγητού με μπεκάτσες και περδίκια (Κυπρή 1989, λήμμα καπύρα,η, 450).

Χρονολογία
19ος - 21ος αι.
Βιβλιογραφία

Γιαγκουλλής Κ. Γ. (2009), Θησαυρός Κυπριακής Διαλέκτου. Ερμηνευτικό, Ετυμολογικό, Φρασεολογικό και Ονοματολογικό Λεξικό της Μεσαιωνικής και Νεότερης Κυπριακής Διαλέκτου, Βιβλιοθήκη Κυπρίων Λαϊκών Ποιητών,70, Εκδόσεις Theopress, Λευκωσία.

Κυπρή Θ. Δ. (επιμ.) (1979 [2002²]), Υλικά διά την σύνταξιν ιστορικού λεξικού της κυπριακής διαλέκτου, Μέρος Α΄, Γλωσσάριον Γεωργίου Λουκά, Δημοσιεύματα του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών, XLI, Λευκωσία.

Κυπρή Θ. Δ. (επιμ.) (1983 [2003²]), Υλικά διά την σύνταξιν ιστορικού λεξικού της κυπριακής διαλέκτου, Μέρος Β΄, Γλωσσάριον Ξενοφώντος Π. Φαρμακίδου, Δημοσιεύματα του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών, IX, Λευκωσία.

Κυπρή Θ. Δ. (επιμ.) (1989), Υλικά διά την σύνταξιν ιστορικού λεξικού της κυπριακής διαλέκτου, Μέρος Γ΄, Γλωσσάριον Ιωάννου Ερωτοκρίτου, Δημοσιεύματα του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών, XIV, Λευκωσία.

Μπαμπινιώτης Γ. (2005), Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας. Με σχόλια για τη σωστή χρήση των λέξεων. Ερμηνευτικό, Ορθογραφικό, Ετυμολογικό, Συνωνύμων-Αντιθέτων, Κυρίων Ονομάτων, Επιστημονικών Όρων, Ακρωνυμίων, Κέντρο Λεξικολογίας, Αθήνα.

Πέτρου-Ποιητού Ε. (2013), Από πού κρατάει η σκούφια τους. Λέξεις και ιστορίες από τον κόσμο της γεύσης, Εκδόσεις Επιφανίου, Λευκωσία.

Ξιούτας Π. (1978), Κυπριακή λαογραφία των ζώων, Δημοσιεύματα του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών, XXXVIII, Λευκωσία.

Ερευνητής/Καταχωρητής

Στάλω Λαζάρου, Δήμητρα Δημητρίου, Τόνια Ιωακείμ, Αργυρώ Ξενοφώντος