κλόκκος,ο

Ωμός καρπός.

Ονομασία - Προέλευση
Κυπριακή Ονομασία
κλόκκος
Ελληνική Ονομασία - Περιγραφή

Πρόκειται για σύκο ή αλλο καρπό τελείως άγουρο (Γιαγκουλλής 2009, λήμμα κλόκκος,ο, 208).

Γλωσσικές Παρατηρήσεις

ΕΤΥΜ. < λ. ηχομίμητη (Γιαγκουλλής 2009, λήμμα κλόκκος,ο, 208), από τον ήχο «κλοκ» που κάνει όταν κόβεται (Πέτρου-Ποιητού 2013, λήμμα Κλόκκος, 61)
< κόλοκος, δηλαδή κάτι χωρίς γεύση (Πέτρου-Ποιητού 2013, λήμμα Κλόκκος, 61)

πληθ. οι κλόκκοι, υποκ. το κλοτσ̆ίν (Κυπρή 1983 [2003²], λήμμα κλόκκος,ο, 311)

Ο Ξενοφών Π. Φαρμακίδης αναφέρει ότι κλόκκος ονομάζεται το άγουρο σύκο στην Καρπασία, ενώ στην υπόλοιπη Κύπρο κούτσακος (Κυπρή 1983 [2003²], λήμμα κλόκκος,ο, 311).

Ο Γεώργιος Λουκάς στο Γλωσσάριό του σημειώνει πως το μη ώριμο σύκο ονομάζεται και κούτσακας ή συτζ̆ιαύλιν (Κυπρή 1979 [2002²], λήμμα κλόκκος,ο, 221).

Μέθοδος Εξασφάλισης
Συστηματική καλλιέργεια
Βιβλιογραφία

Γιαγκουλλής Κ. Γ. (2009), Θησαυρός Κυπριακής Διαλέκτου. Ερμηνευτικό, Ετυμολογικό, Φρασεολογικό και Ονοματολογικό Λεξικό της Μεσαιωνικής και Νεότερης Κυπριακής Διαλέκτου, Βιβλιοθήκη Κυπρίων Λαϊκών Ποιητών,70, Εκδόσεις Theopress, Λευκωσία.

Κυπρή Θ. Δ. (επιμ.) (1979 [2002²]), Υλικά διά την σύνταξιν ιστορικού λεξικού της κυπριακής διαλέκτου, Μέρος Α΄, Γλωσσάριον Γεωργίου Λουκά, Δημοσιεύματα του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών, XLI, Λευκωσία.

Κυπρή Θ. Δ. (επιμ.) (1983 [2003²]), Υλικά διά την σύνταξιν ιστορικού λεξικού της κυπριακής διαλέκτου, Μέρος Β΄, Γλωσσάριον Ξενοφώντος Π. Φαρμακίδου, Δημοσιεύματα του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών, IX, Λευκωσία.

Πέτρου-Ποιητού Ε. (2013), Από πού κρατάει η σκούφια τους. Λέξεις και ιστορίες από τον κόσμο της γεύσης, Εκδόσεις Επιφανίου, Λευκωσία.

Ερευνητής/Καταχωρητής

Αργυρώ Ξενοφώντος, Τόνια Ιωακείμ