Το άγουρο σύκο.
Ονομασία - Προέλευση
Πρόκειται για το μη ώριμο σύκο, αγουρόσυκο (Γιαγκουλλής 2009, λήμμα κούτσακος,ο - κουτσάκιν - κουτσάτζ̆ιν,το, 236).
ΕΤΥΜ. κουτσάκιν < κουτσός ή κοψάκιν / κατά Καραποτόσογλου: < τουρκ. göcek (Γιαγκουλλής 2009, λήμμα κούτσακος,ο - κουτσάκιν - κουτσάτζ̆ιν,το, 236)
κούτσακος < αρχ. κόκκος (Πέτρου-Ποιητού 2013, λήμμα Κούτσακος, 71; Κυπρή 1979 [2002²], λήμμα κούτσακος,ο, 252) / < ιταλ. gozzo [φούσκα ή πρήξιμο του λαιμού] ή cosso [σπυρί ή πρήξιμο του προσώπου] ή δωρ. κόττος [η κεφαλή] (Κυπρή 1979 [2002²], λήμμα κούτσακος,ο, 252)
πληθ. του κούτσακος: οι κούτσατζ̆οι (Κυπρή 1983 [2003²], λήμμα κούτσακος,ο, 20)
Μεταφορικά κούτσακος σημαίνει καθετί άγουρο ή ωμό: «Ἒν ἐψήθην ἀκόμη, ἒν’ κούτσακος», δηλαδή είναι άγουρος ακόμη, όπως το άγουρο σύκο (Κυπρή 1989, λήμμα κούτσακος,ο, 31).
Σύμφωνα με τον Ξενοφών Π. Φαρμακίδη, κούτσακος σημαίνει το άγουρο σύκο και η σημασία αυτή είναι παγκυπρίως σχεδόν γνωστή. Στην Τηλλυρία όμως κούτσακος και στον πληθυντικό κούτσατζ̆οι λέγονται τα μεγάλα μαύρα σύκα, τα λεγόμενα βαζανάτα για το βαθύ μωβ χρώμα τους. Όταν ο Τήλλυρος λέει «τά σῦκά μου ἒν’ κούτσατζ̆οι», εννοεί ότι τα σύκα του είναι μαύρα, βαζανάτα. Όταν όμως θέλει να δηλώσει ότι τα σύκα του είναι ακόμη ωμά, τα οποία οι άλλοι Κύπριοι ονομάζουν κούτσακους, λέει ότι είναι κουτσάτζ̆ια. Για τους Τήλλυρους, λοιπόν, κούτσακος είναι το βαζανάτον σύκο και κουτσάτζ̆ιν το άγουρο σύκο (Κυπρή (Κυπρή 1983 [2003²], λήμμα κούτσακος,ο, 473).
Ο Γεώργιος Λουκάς στο Γλωσσάριό του επισημαίνει πως κουτσάκιν είναι το μικρό άγουρο σύκο, που καλείται και συτζ̆ιάλιν και κλόκκος· συνεκδοχικά κάθε άγουρος και σκληρός καρπός ή οπώρα· υποκ. του κούτσακος (Κυπρή 1979 [2002²], λήμμα κουτσάκιν,το, 252).
Κούτσακος είναι το άσπρο μεγάλο σύκο (Κυπρή 1979 [2002²], λήμμα κούτσακος,ο, 252).
Συμπληρωματικές Πληροφορίες - Βιβλιογραφία
Γιαγκουλλής Κ. Γ. (2009), Θησαυρός Κυπριακής Διαλέκτου. Ερμηνευτικό, Ετυμολογικό, Φρασεολογικό και Ονοματολογικό Λεξικό της Μεσαιωνικής και Νεότερης Κυπριακής Διαλέκτου, Βιβλιοθήκη Κυπρίων Λαϊκών Ποιητών,70, Εκδόσεις Theopress, Λευκωσία.
Κυπρή Θ. Δ. (επιμ.) (1979 [2002²]), Υλικά διά την σύνταξιν ιστορικού λεξικού της κυπριακής διαλέκτου, Μέρος Α΄, Γλωσσάριον Γεωργίου Λουκά, Δημοσιεύματα του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών, XLI, Λευκωσία.
Κυπρή Θ. Δ. (επιμ.) (1983 [2003²]), Υλικά διά την σύνταξιν ιστορικού λεξικού της κυπριακής διαλέκτου, Μέρος Β΄, Γλωσσάριον Ξενοφώντος Π. Φαρμακίδου, Δημοσιεύματα του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών, IX, Λευκωσία.
Κυπρή Θ. Δ. (επιμ.) (1989), Υλικά διά την σύνταξιν ιστορικού λεξικού της κυπριακής διαλέκτου, Μέρος Γ΄, Γλωσσάριον Ιωάννου Ερωτοκρίτου, Δημοσιεύματα του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών, XIV, Λευκωσία.
Πέτρου-Ποιητού Ε. (2013), Από πού κρατάει η σκούφια τους. Λέξεις και ιστορίες από τον κόσμο της γεύσης, Εκδόσεις Επιφανίου, Λευκωσία.
Αργυρώ Ξενοφώντος, Τόνια Ιωακείμ