Ο μούστος.
Ονομασία - Προέλευση
Πρόκειται για τον μούστο (Πέτρου-Ποιητού 2013, λήμμα Μούστος και λήμμα Μουστάρι, 90) ή αλλιώς, λόγια, το γλεύκος (Μπαμπινιώτης 2005, λήμμα μούστος,ο, 1129; Γιαγκουλλής 2009, λήμμα μουστάριν,το, 297; Κυπρή 1983 [2003²], λήμμα μουστάριν, 181). Είναι χυμός σταφυλιού, όταν αρχίζει η ζύμωση (Πέτρου-Ποιητού 2013, λήμμα Μούστος και λήμμα Μουστάρι, 90; Γιαγκουλλής 2009, λήμμα μουστάριν,το, 297). Ο Κωνσταντίνος Κ. Γιαγκουλλής προσθέτει πως πρόκειται για το φρέσκο και μάλλον θολό κρασί (Γιαγκουλλής 2009, λήμμα μουστάριν,το, 297).
ΕΤΥΜ. < μούστος < λατ. (vinum) mustum + καταλ. ουδ. -άριν (Γιαγκουλλής 2009, λήμμα μουστάριν,το, 297; Πέτρου-Ποιητού 2013, λήμμα Μούστος, 90)
< γαλλ. mout (Πέτρου-Ποιητού 2013, λήμμα Μούστος και λήμμα Μουστάρι, 90)
Συμπληρωματικές Πληροφορίες - Βιβλιογραφία
Γιαγκουλλής Κ. Γ. (2009), Θησαυρός Κυπριακής Διαλέκτου. Ερμηνευτικό, Ετυμολογικό, Φρασεολογικό και Ονοματολογικό Λεξικό της Μεσαιωνικής και Νεότερης Κυπριακής Διαλέκτου, Βιβλιοθήκη Κυπρίων Λαϊκών Ποιητών,70, Εκδόσεις Theopress, Λευκωσία.
Κυπρή Θ. Δ. (επιμ.) (1983 [2003²]), Υλικά διά την σύνταξιν ιστορικού λεξικού της κυπριακής διαλέκτου, Μέρος Β΄, Γλωσσάριον Ξενοφώντος Π. Φαρμακίδου, Δημοσιεύματα του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών, IX, Λευκωσία.
Μπαμπινιώτης Γ. (2005), Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας. Με σχόλια για τη σωστή χρήση των λέξεων. Ερμηνευτικό, Ορθογραφικό, Ετυμολογικό, Συνωνύμων-Αντιθέτων, Κυρίων Ονομάτων, Επιστημονικών Όρων, Ακρωνυμίων, Κέντρο Λεξικολογίας, Αθήνα.
Πέτρου-Ποιητού Ε. (2013), Από πού κρατάει η σκούφια τους. Λέξεις και ιστορίες από τον κόσμο της γεύσης, Εκδόσεις Επιφανίου, Λευκωσία.
Αργυρώ Ξενοφώντος, Τόνια Ιωακείμ