Το σταφύλι καλλιεργείτο κυρίως στα ορεινά χωριά της Κύπρου, όπου η θερμοκρασία ήταν χαμηλή. Οι αμπελουργοί τρύγιζαν το σταφύλι που προοριζόταν για την παραγωγή κουμανταρίας και μοσχάτου το μήνα Αύγουστο, ενώ η συγκομιδή για τα υπόλοιπα κρασιά γινόταν μετέπειτα, τους μήνες Σεπτέμβριο και Νοέμβριο.
Ονομασία - Προέλευση
σταφύλι
Σούρουβα ονομάζονται στον Ασκά τα ελαττωματικά σταφύλια ή κατεστραμμένα από στάχτη, τον ήλιο ή άλλη αιτία. «Επήα στ’αμπέλι αμμά τά σταφύλια του εν ούλα σούρουβα» (Πανάρετος 1950, 152).
Οι ποικιλίες σταφυλιού που συνήθως καλλιεργούνταν στην Κύπρο ήταν το λευκό ξινιστέρι, το μαύρο πόφθαλμον, το κοκκινόροβον και το φλούρικο (Ιωνάς 2001, 93).
Το μαραθεύτικο σταφύλι είναι γηγενής ποικιλία μαύρου σταφυλιού, μια από τις πιο ποιοτικές της Κύπρου, η οποία πήρε το όνομα της από την περιοχή Μαραθάσας (Κυθραιώτου 2013, 43).
Το ροζακί, επιτραπέζιας χρήσης, έχει ονομασία που προέρχεται από την τουρκική λέξη razaki = μεγάλο λευκό σταφύλι (λατινικά rosacea) (Πέτρου-Ποιητού 2013, 127).
Αλιγοτέ (aligote) ονομάζεται ποικιλία αμπελιού, γαλλικής καταγωγής, που εισήχθη πρόσφατα στην Κύπρο. Η καλλιέργειά του έχει μεγάλη απόδοση, ωριμάζει ενάμησι μήνα νωρίτερα από το ντόπιο σταφύλι και δίνει ανώτερης ποιότητας κρασιά (Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια, τ. 1, λήμμα αλιγοτέ (aligote), 369).
Το σταφύλι καλλιεργείτο κυρίως στα ορεινά χωριά της Κύπρου, όπου η θερμοκρασία ήταν χαμηλή. Τα χωριά της επαρχίας Λεμεσού, όπως η Λάνεια, η Τριμίκλινη, το Όμοδος, οι Πλάτρες και τα χωριά της Πιτσιλιάς όπως η Άλωνα, ο Ασκάς, το Παλαιχώρι φημίζονταν για την αμπελοκαλλιέργεια.
Η αμπελοφύτευση γινόταν τους μήνες Μάρτιο και Απρίλιο, συνήθως τις Κυριακές. Οι αμπελουργοί τρύγιζαν το σταφύλι που προοριζόταν για την παραγωγή κουμανταρίας και μοσχάτου το μήνα Αύγουστο, ενώ η συγκομιδή για τα υπόλοιπα κρασιά γινόταν μετέπειτα, τους μήνες Σεπτέμβριο και Νοέμβριο (Ιωνάς 2001, 82-83, 89).
Το μαραθεύτικο σταφύλι είναι γηγενής ποικιλία μαύρου σταφυλιού, μια από τις πιο ποιοτικές της Κύπρου, η οποία πήρε το όνομα της από την πε-
ριοχή Μαραθάσας. Διαφοροποιείται από τις υπόλοιπες επιτυχημένες ποικιλίες του νησιού, αφού χρειάζεται άλλες ποικιλίες για να γονιμοποιηθεί. Ωριμάζει αργά. Τα κρασιά από την ποικιλία Μαραθεύτικο μπορούν όχι μόνο να καταναλωθούν μόλις τελειώσει η οινοποίησή τους αλλά και να παλαιωθούν (Κυθραιώτου 2013, 43).
Λειτουργικός Συμβολικός Ρόλος
Τα σταφύλια χρησιμοποιούνταν άμεσα σαν φρούτα αλλά και για την παρασκευή των διάφορων αλκοολούχων ποτών που καταναλώνονταν καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους. Τα ποτά αυτά ήταν το γλυκό κρασί και κυρίως η κουμανταρία, το ξηρό κρασί (ως επί το πλείστον μαύρο), η ζιβανία και το ξίδι. Αυτά δεν χρησιμοποιούνταν από τους Κυπρίους μόνο σαν ποτά ή υλικά για το μαγείρεμα, αλλά και σαν φάρμακα εξωτερικής χρήσης στις διάφορες ασθένειες που είχαν ν’ αντιμετωπίσουν οι ίδιοι και τα ζώα τους στην καθημερινή ζωή (Ιωνάς 2001, 73-75).
Σε κάποια μέρη της Κύπρου τη μέρα των Φώτων συνήθιζαν να παίρνουν μέσα σε καλάθια ή ζεμπίλια στην εκκλησία διάφορα φρούτα και καρπούς, που γιωρκούσαν [παρήγαγαν], όπως σταφύλι, ρόδια, μήλα, φουντούκια, καρύδια, κυδώνια, αμύγδαλα, πορτοκάλια, παστόσυκα, καρπούζια, πεπόνια και πατάτες. Αυτά τα τοποθετούσαν γύρω από την κολυμβήθρα, μετά δε την τέλεση του αγιασμού ο ιερέας τα ράντιζε με το αγιασμένο νερό, για ευλογία της παραγωγής (Ταουσιάνης 2008, 101-103, 127-129).
Σε ορισμένες περιοχές έπαιρναν σταφύλι στην εκκλησία και σε άλλες γιορτές. «Στις έξι Αυγούστου του Σωτήρος παίρνομεν σε καλάθι σταφύλι στην εκκλησία. Το βάζομεν σε δίσκο, του διαβάζει ο παπάς ευχές και το διαμοιράζουν στον κόσμον σαν αντίδωρον» (Μαρτυρία: Ηρόδοτος Μαρκίδης, Όμοδος. Γιαγκουλλής 2008, 137).
Οι γυναίκες των παραγωγών έκαναν μερικές φορές ένα είδος γητειάς, σε σχέση με την παραγωγή, διότι πίστευαν, όπως και για κάθε άλλη παραγωγή, ότι πάντοτε χρειάζεται η βοήθεια του άυλου κόσμου για να πετύχουμε αυτό που επιθυμούμε. Συνήθιζαν να κυλούν μέσα στο σπίτι τους μια ρώγα σταφυλιού για να εισρεύσουν στο σπίτι πολλά ώριμα και καλά σταφύλια (Ιωνάς 2001, 73-75).
Συμπληρωματικές Πληροφορίες - Βιβλιογραφία
Ο Κύπριος ποιητής Στασίνος, σύγχρονος με τον Όμηρο, αναφέρει στα «Κύπρια έπη» ότι ο Άνιος είχε τρείς κόρες: την Οινώ, τη Σπερμώ και την Ελαΐδα, οι οποίες είχαν τη μαγική ικανότητα να κατασκευάζουν κρασί και λάδι. Αναφέρει μάλιστα ότι το αμπέλι καλλιεργείτο στην Κύπρο από τα πρώτα χρόνια του εποικισμού της. Πολύ αργότερα, το 1571 μ.Χ., λέγεται ότι ο σουλτάνος Σελίμ ο Β’ κατέλαβε την Κύπρο, γιατί ο τόπος ο οποίος κατασκεύαζε τόσο καλό κρασί δεν μπορούσε να μην βρίσκεται ανάμεσα στα εδάφη της αυτοκρατορικής επικράτειας του.
Στα δύσκολα χρόνια των τελευταίων αιώνων κάθε γεωργός αναζητούσε να έχει έστω και ένα κομμάτι αμπελιού για να μπορεί να παράγει τη σταφίδα που είχε τόση ανάγκη σαν ξηρή τροφή κατά τις εξόδους του στους αγρούς όπου εργαζόταν. Ένα κομμάτι αμπέλι ήταν για κάθε οικογένεια σχεδόν απαραίτητο, αφού πρόσφερε τόσα πολλά και χρήσιμα αγαθά για τη διατροφή της οικογένειας. Γι’ αυτό υπάρχει και λαϊκή παροιμία: «Αμπέλιν εν που πούλησες τζαι είντα καλόν εγόρασες;» (Ιωνάς 2001, 73-75).
Όλη η οικογένεια, οι συγγενείς και οι φίλοι βοηθούσαν στη φύτευση του αμπελιού. Λίγο πριν το μεσημέρι η εργασία διακοπτόταν για το μπούκκωμα και το μεσημεριανό. Συνήθως η γυναίκα του ιδιοκτήτη σέρβιρε λουκάνικα, λαρδί, ελιές, πολτόν [σταφυλόμελο με αλεύρι], κρασί και ζιβανία, προϊόντα που παράγονταν σε αυτά τα χωριά. Μετά το τέλος της φύτευσης γινόταν γλέντι στο σπίτι του ιδιοκτήτη, για να ευχηθούν όλοι «καλή ευλογιά και καλή εσοδεία» στον ιδιοκτήτη (Ιωνάς 2001, 83, 86).
Στην πώληση της σοδειάς σταφυλιού στις γειτονιές αναφέρεται το πιο κάτω δίστιχο:
«Στον μαχαλλά σου με πουλούν σταφύλι ξινιστέρι,
Έβκα έξω, κόρη, 'γόρασ’ με τζιαι να γινούμεν ταίρι» (Θεοδώρου 2006, 351).
Τα κυπριακά σταφύλια αποτελούσαν προϊόν εξαγωγής. Ο Π. Γ. Γεννάδιος (1914, 73) αναφέρει σχετικά: «Αγοραί της Ανατολής καταναλίσκουσαι μεγάλα ποσά ξένων σταφυλών είνε αι της Αιγύπτου και πρωτίστως η του Πορτ-Σαΐτ, ένθα εισάγονται αύται ιδίως εκ Κρήτης και Κύπρου».
Γεννάδιος Π. Γ. (1914), Λεξικόν φυτολογικόν: Περιλαμβάνον τα ονόματα, την ιθαγένειαν και τον βίον υπερδεκασχιλίων φυτών, εν οις και τα λόγω χρησιμότητος ή κόσμου καλλιεργούμενα, των οποίων περιγράφονται και η ιστορία, η καλλιέργεια, τα προϊόντα και αι νόσοι, Εκ του Τυπογραφείου Παρασκευά Λεωνή, Εν Αθήναις.
Γιαγκουλλής Κ. Γ. (2008), Κυπριακά ήθη και έθιμα του κύκλου της ανθρώπινης ζωής, του εορτολογίου και των μηνών με στοιχεία γεωργικής λαογραφίας (Βιβλιοθήκη Κυπρίων Λαϊκών Ποιητών αρ. 67), Θεοπρες Λτδ., Λευκωσία.
Θεοδώρου Κ. (2006), Τα Λύμπια: μια περιδιάβαση στο παρελθόν και στο παρόν, Λευκωσία.
Ιωνάς Ι. (2001), Τα παραδοσιακά επαγγέλματα της Κύπρου, Δημοσιεύματα του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών, ΧΧΧVΙΙ, Λευκωσία.
Κυθραιώτου Φ. (2013), Γαστρονομικός οδηγός Μαραθάσας, Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού-Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, Λευκωσία.
Πανάρετος Α. (1950), «Κυπριακή γεωργική λαογραφία», Κυπριακαί Σπουδαί ΙΔ΄.
Παυλίδης Α. (επιμ.) (1984-1991), Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια, τ. 1, Φιλόκυπρος, Λευκωσία.
Πέτρου-Ποιητού Ε. (2013), Από πού κρατάει η σκούφια τους. Λέξεις και ιστορίες από τον κόσμο της γεύσης, Εκδόσεις Επιφανίου, Λευκωσία.
Ταουσιάνης Χ. (2008), Λαογραφικά σύμμεικτα Ριζοκαρπάσου. Αναφορές και σε άλλα μέρη της Κύπρου και του ευρύτερου Ελληνισμού, Λευκωσία.
Δήμητρα Δημητρίου, Τόνια Ιωακείμ, Κυριακή Παντελή, Σάββας Πολυβίου / Πετρούλα Χατζηττοφή, Αργυρώ Ξενοφώντος