αγγεία Αμμοχώστου

Βάττες [υδρίες] για πώληση στο παζάρι της Αμμοχώστου, π. 1940. Αρχείο Ελένης Παπαδημητρίου

Βάττες [υδρίες] για πώληση στο παζάρι της Αμμοχώστου, π. 1940. Αρχείο Ελένης Παπαδημητρίου

Πηγή: Δημητρίου 2001, 31.

Βάττες [υδρίες] για πώληση στο παζάρι της Αμμοχώστου, π. 1940. Αρχείο Ελένης Παπαδημητρίου

Οι βάττες, τα λα(γ)γήνια και οι κούζες του Βαρωσιού κυκλοφορούσαν όχι μόνο στον κάμπο της Μεσαορίας και στην Καρπασία, αλλά σε ολόκληρη την Κύπρο.

 

 

Ονομασία - Χρήσεις
Περιγραφή Σκεύους / Εργαλείου

Τα κυριότερα σχήματα των αγγείων της Αμμοχώστου είναι:

- κούζα, η: το παλαιότερο σχήμα της κούζας ήταν με στρογγυλή βάση και καθόταν σε μια ξύλινη βάση τον κορυποστάτη ή σταμνοστάτη. Σήμερα, για πρακτικούς καθαρά λόγους, η βάση γίνεται κοφτή για να στέκεται το αγγείο από μόνο του και έτσι η κατασκευή του περιορίζεται σε δύο στάδια. Η κούζα, η οποία έχει στενό λαιμό και χρησιμοποιείται από αγρότες που εργάζονται στην ύπαιθρο, ονομάζεται λαηνόβαττα, ενώ η κούζα που έχει ανοικτό λαιμό είναι για τις ανάγκες του σπιτιού και λέγεται κορυπόβαττα.
- λαήνιν, το: λαγήνι, έχει σχήμα όμοιο με την κούζα, μικρότερο όμως στο μέγεθος, με ίσια βάση, ανοικτό λαιμό και δύο κάθετα χέρια.
- λαηνούϊν, το: μικρό λαγήνι με ένα χέρι.
- βάττα ή κουκουμάρα, η
- ιμπρίκι, το: με ένα χέρι και με βιλλούριν [προχοή] στο πλάι.
- βαττούδιν, το: αγγείο σε πολύ μικρό μέγεθος.
- κούζος του αλακαθκιού, ο: δοχείο του για το αλακάτιν.
- κούπα του λουμάτου, η: μεγάλη βαθιά λεκάνη για πλύσιμο.
- γαλευτήριν, το: δοχείο για το άρμεγμα των ζώων, με προχοή.
- κουκουμάς, ο: κουμπαράς.
- γλάστρα, η: με χείλη στριφογυριστά και πλούμισμα ή απλή και με πόδι.
- ποτίστρα, η: για το πότισμα των πουλιών.
- κούμνα, η: αγγείο με ανοικτά χείλη και δυο χέρια.

Επίσης μαγειρικά σκεύη, όπως τταβάδες και μπαρτάκια (τούρκικη λέξη για πήλινα μαγειρικά σκεύη).
Τέλος, στο σχήμα της βάττας έκαναν και τα πολύ χαρακτηριστικά ανθρωπόμορφα αγγεία, τις κουκκουμάρες, με ανάγλυφα ζώα, φίδια και φυτά πάνω στα χέρια και την κοιλιά τους. Τις μορφές αυτές τις έκαναν με ξύλινα καλούπια ενώ η διακόσμηση ήταν επιπρόσθετη με το χέρι (Δημητρίου 2001, 32-34).

Τα αγγεία της Αμμοχώστου κατηγοριοποιούνται από τον Ι. Ιωνά ως εξής:

- λαόβαττα ή λαηνόβατα: με ένα φτιν [αφτί, χερούλι], που μοιάζει με τις ρωμαϊκές οινοχόες και χρησίμευε σαν βάζο για το λάδι, το νερό και το κρασί.
- κορυπόβαττα: με δύο φκια [αφτιά], για μεταφορά νερού κατά τις μακρινές μετακινήσεις με το γαϊδούρι.
- κουλλές ή κοκκουμάρα ή βάττα: χωρίς φκια για νερό πάνω στο τραπέζι.
- λαηνοβαττούιν: με ένα φτιν, για το κρασί, το νερό ή το γάλα.
- κούζα στενόλαιμη ή κορύπα: με δύο φκια, όπως την προηγούμενη, αλλά με πιο στενό λαιμό, η οποία χρησίμευε αποκλειστικά για τη μεταφορά του νερού στα χωράφια ή εν πάση περιπτώσει στον τόπο εργασίας για τους τεχνίτες. Κατασκευαζόταν σε τρία μεγέθη: τη μέζαν, τη μεζοξόπρωτη και την πρώτη.
- κούμνα: με δύο φκια για φύλαξη των χαλλουμιών με τον νορόν τους ως επίσης και τη φύλαξη ελιών.
- μπότης: με ένα φτιν για νερό ή κρασί στο τραπέζι.
- σίκλα [κουβάς]: για τη μεταφορά του υγραμένου παμπακόσπορου στα αυλάκια του χωραφιού που θα φυτεύονταν με βαμβάκι, τη μεταφορά κάρβουνων, όπως επίσης και για άλλες χρήσεις.
- κουρελλίν: με δύο φκιά και χωρίς λαιμό για την παρασκευή του τταβά στον φούρνο.
- κουκουμάς: χωρίς φκιά και με οπή για φύλαξη της πλουμιστήρας [των φιλοδωρημάτων] των παιδιών.
- ποτίστρα: χωρίς φκια. Έχει μικρό άνοιγμα στη βάση του κυλινδρικού κορμού της που συγκοινωνεί με μικρή κυπελλοειδή προέκταση. Το αγγείο αυτό γυριζόταν σχεδόν ανάποδα για να γεμίσει με νερό. Όταν καθόταν κανονικά στο έδαφος, το μικρό κύπελλο που προεξείχε γέμιζε με νερό, αλλά η μεγάλη μάζα του νερού που παρέμενε μέσα στο αγγείο έπαιζε τον ρόλο μικρής δεξαμενής για αυτόματη αναπλήρωση των ποσοτήτων που καταναλώνονταν από πουλερικά.
- κιούγκιν: για μεταφορά του νερού στα πολύ παλιά χρόνια.
- κούζος του αλακατιού: για άντληση νερού με το αλακάτιν (Ιωνάς 2001, 432-433).

Κυπριακή Ονομασία
αγγεία Αμμοχώστου ή Βαρωσιού (Βαρωσιώτικα)
Ελληνική Ονομασία - Περιγραφή

αγγεία Αμμοχωστου

Τρόπος Χρήσης
Χρονολογία
18ος - 20ος αι.
Συμπληρωματικά Στοιχεία

Βασική διαφορά των αγγείων του Κόρνου και του Φοινιού από τα αγγεία του Βαρωσιού (Αμμοχώστου) είναι το είδος του πηλού: στις δυο πρώτες περιοχές ο πηλός που χρησιμοποιείται παράγεται από κοκκινόχωμα, ενώ στις άλλες περιοχές γίνεται από μείγμα αργίλου. Τον άργιλο τον προμηθεύονταν από τον ποταμό της Έγκωμης και τον ανακάτευαν με λίγο κοκκινόχωμα από την περιοχή της Δερύνειας, το οποίο χρησίμευε ως συνδετική ύλη. Στα Βαρώσια η αγγειοπλαστική τέχνη ήταν πιο ανεπτυγμένη και αυτό είναι εμφανές από τα σχήματα των αγγείων και από τον τρόπο κατασκευής τους. Στην αγγειοπλαστική του Βαρωσιού χρησιμοποιούσαν εξελιγμένο τύπο τροχού και κατασκεύαζαν αγγεία νερού από άσπρο πηλό με λεπτά τοιχώματα, διαφόρων μεγεθών.
Οι βάττες, τα λα(γ)ήνια και οι κούζες του Βαρωσιού κυκλοφορούσαν όχι μόνο στον κάμπο της Μεσαορίας και στην Καρπασία, αλλά και σε ολόκληρη την Κύπρο, παλαιότερα μάλιστα γίνονταν και εξαγωγές. Η τέχνη αυτή ήταν, στη συγκεκριμένη περιοχή, μια κατεξοχήν αντρική απασχόληση, που γνώρισε μεγάλη άνθηση μέχρι και την δεκαετία του '60. Στην πόλη υπήρχαν πολλά εργαστήρια, τα κουζάρικα, έξω από τα οποία ήταν τοποθετημένα σε σωρούς τα αγγεία για να προσελκύουν τους αγοραστές.

Το καμίνι του Βαρωσιού είναι κάπως διαφοροποιημένο στο σχήμα από εκείνο του Κόρνου, ενώ ο βασικός τρόπος λειτουργίας είναι παρόμοιος. Διαφέρουν στο γεγονός ότι η πόρτα του βρίσκεται στην κορυφή, ενώ του Κόρνου στο πλευρό με μικρό άνοιγμα στην κορυφή (Δημητρίου 2001, 30-32).

Η παραγωγή στα κέντρα του Βαρωσιού και της Λαπήθου διακόπηκε βίαια το 1974, εξαιτίας της Τουρκικής εισβολής και της κατοχής μεγάλου μέρους του νησιού.

Βιβλιογραφία

Δημητρίου Μ. (2001), Παραδοσιακή αγγειοπλαστική στην Κύπρο, Εθνογραφικό Μουσείο Κύπρου-Εταιρεία Κυπριακών Σπουδών, Λευκωσία.

Ιωνάς Ι. (2001), Τα παραδοσιακά επαγγέλματα της Κύπρου, Δημοσιεύματα του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών, ΧΧΧVΙΙ, Λευκωσία.

Ερευνητής/Καταχωρητής

Ελένη Χρίστου, Τόνια Ιωακείμ / Πετρούλα Χατζηττοφή, Αργυρώ Ξενοφώντος