αγγεία και αγγειοπλαστική (18ος - 20ός αιώνας)

Κούζα, από τα πιο διαδεδομένα αγγεία της νεότερης αγγειοπλαστικής.

Κούζα, από τα πιο διαδεδομένα αγγεία της νεότερης αγγειοπλαστικής.

Άδεια δημοσίευσης: Υπηρεσία Κυπριακής Χειροτεχνίας.

Κούζα, από τα πιο διαδεδομένα αγγεία της νεότερης αγγειοπλαστικής.

Τα αγγεία που κατασκευάζονταν χρησιμοποιούνταν για τις ανάγκες του νοικοκυριού, καθώς επίσης και για την αποθήκευση αγροτικών προϊόντων.

 

 

Ονομασία - Χρήσεις
Περιγραφή Σκεύους / Εργαλείου

Σε προηγούμενες εποχές, το νερό, το γάλα, το λάδι, το κρασί και γενικά η πλειοψηφία των υγρών φυλάγονταν και μεταφέρονταν μέσα σε πήλινα αγγεία διαφόρων μεγεθών. Κάθε νοικοκύρης φρόντιζε να έχει στο σπίτι του τα απαιτούμενα πήλινα σκεύη, αγοράζοντάς τα, είτε από το πανηγύρι (σκεύη καθημερινής χρήσης), είτε μέσω ειδικής παραγγελίας στους τεχνίτες του πηλού (πιθάρια για την παρασκευή και φύλαξη του κρασιού, την αποθήκευση του σιταριού, των οσπρίων, τον ψυκτήρα του καζανιού απόσταξης της ζιβανίας, κλπ.). Μερικοί θυμούνται ακόμα και περιγράφουν τα φαγητά που γίνονταν σε πήλινα τσουκάλια, αντί στη χαρκομαείρισσαν, με την ιδιάζουσα γεύση τους (Ιωνάς 2001, 421).

Η αγγειοπλαστική αποτελεί ένα από τους πλέον ανεπτυγμένους και αντιπροσωπευτικούς κλάδους της Κυπριακής τέχνης. Αυτό είναι προφανές από την αφθονία των αγγείων που παρατηρείται στα ευρήματα των προϊστορικών, κλασικών και μεσαιωνικών χρόνων. Αυτή η μακραίωνη παράδοση κληροδοτήθηκε και στη νεότερη αγγειοπλαστική η οποία, σε πολλές περιπτώσεις, επαναλαμβάνει σχήματα και τεχνικές που έχουν εξελιχθεί από παλιούς τύπους.

Η παραδοσιακή αγγειοπλαστική άκμασε ιδιαίτερα κατά τον 18ο, 19ο και 20ό αιώνα. Από τα χρόνια αυτά της μεγάλης ακμής της, διασώζονται εξαιρετικά δείγματα πήλινων αγγείων, ως επί το πλείστον χρηστικών παρά διακοσμητικών. Είναι γεγονός ότι τα αγγεία που κατασκευάζονταν χρησιμοποιούνταν για τις ανάγκες του νοικοκυριού, καθώς επίσης και για την αποθήκευση αγροτικών προϊόντων. Πολύ λίγα είναι τα είδη των αγγείων που είχαν αποκλειστικά διακοσμητική χρήση. Μέσα σε αυτά συγκαταλέγονται οι βαρωσιώτικες ανθρωπόμορφες κουκκουμάρες και τα διακοσμητικά αγγεία του Φοινιού και του Κόρνου (Δημητρίου 2001, 12).

Κυπριακή Ονομασία
αγγεία ή αντζιά
Ελληνική Ονομασία - Περιγραφή

αγγεία

Τρόπος Χρήσης
Χρονολογία
18ος - 20ός αι.
Συμπληρωματικά Στοιχεία

Τα νεότερα κέντρα, που συνέχισαν την αγγειοπλαστική παραγωγή μέχρι πρόσφατα είναι το Βαρώσι, η Λάπηθος, ο Κόρνος και το Φοινί. Η παραγωγή στα κέντρα του Βαρωσιού και της Λαπήθου διακόπηκε βίαια το 1974, εξαιτίας της Τουρκικής εισβολής και της κατοχής μεγάλου μέρους του νησιού. Στον Κόρνο και στο Φοινί η παραγωγή συνεχίζεται μέχρι τις μέρες μας, με τους εναπομείναντες, ηλικιωμένους πια, τεχνίτες.

Τα αγροτικά κέντρα του Φοινιού και του Κόρνου παρήγαγαν αγγεία από κόκκινο πηλό για τη φύλαξη του νερού, με τα οποία προμήθευαν τις πόλεις και τα χωριά της Κύπρου. Σύμφωνα με πληροφορίες περιηγητών στις αρχές του 19ου ο Κόρνος αποτελείτο από καμιά τριανταριά σπίτια και όλοι σχεδόν οι κάτοικοι ασχολούνταν με την κατασκευή πήλινων αγγείων. Επίσης, στο Φοινί κυρίως, οι πιθαράδες ειδικεύονταν στην κατασκευή μεγάλων πιθαριών, τα οποία άλειφαν εσωτερικά με πίσσα για την αποθήκευση κρασιού, λαδιού και άλλων γεωργικών προϊόντων (Δημητρίου 2001, 12).

Οι παραδοσιακοί αγγειοπλάστες που επιβίωσαν μέχρι και τελευταία μπορούν να διαχωριστούν και να ενταχθούν σε τέσσερις μεγάλες κατηγορίες: 1) Στην πρώτη κατηγορία μπορούν να ενταχθούν οι κουτσαγκούες της χειροποίητης κεραμικής, οι οποίες μεταχειρίζονταν το κόκκινο χώμα του Τροόδους, για να κατασκευάσουν χειροποίητα πορώδη αγγεία. Κέντρα παραγωγής που επιβίωσαν μέχρι και τις μέρες μας είναι τα χωριά Κόρνος, Φοινί, Άγιος Δημήτριος και Καμινάρια. 2) Στη δεύτερη κατηγορία κατατάσσονται οι πιθαράδες, οι οποίοι κατασκεύαζαν τα μεγάλα ή μικρά πιθάρια του κρασιού και τελευταίο κέντρο της παραγωγής τους ήταν το χωριό Φοινί. 3) Στην τρίτη κατηγορία ανήκαν οι αγγειοπλάστες που μεταχειρίζονταν τον τροχό, για να κατασκευάσουν, από μη πορώδη ή ελαφρώς πορώδη άσπρο πηλό, αγγεία μόνο για υγρά αγαθά. Οι αγγειοπλάστες αυτοί ήταν εγκατεστημένοι στο Βαρώσι και την περιοχή των χωριών Τρίκωμο, Πραστιό και Άγιος Ηλίας. 4) Ως τέταρτη κατηγορία μπορούν να θεωρηθούν οι αγγειοπλάστες της Λαπήθου, οι οποίοι χρησιμοποιούσαν τον τροχό και κατασκεύαζαν τα γνωστά αλειφτά, με τα οποία κοσμούνταν οι σουβάντζες των παραδοσιακών οικιών (Ιωνάς 2001, 421).

Βιβλιογραφία

Δημητρίου Μ. (2001), Παραδοσιακή αγγειοπλαστική στην Κύπρο, Εθνογραφικό Μουσείο Κύπρου-Εταιρεία Κυπριακών Σπουδών, Λευκωσία.

Ιωνάς Ι. (2001), Τα παραδοσιακά επαγγέλματα της Κύπρου, Δημοσιεύματα του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών, ΧΧΧVΙΙ, Λευκωσία.

Ερευνητής/Καταχωρητής

Ελένη Χρίστου, Τόνια Ιωακείμ, Πετρούλα Χατζηττοφή, Αργυρώ Ξενοφώντος