αππίδιν,το

«Αχλάδια»

«Αχλάδια»

Πηγή: Υπουργείο Γεωργίας

«Αχλάδια»

Ο Π.Γ. Γεννάδιος γράφει για τις κυπριακές αχλαδιές στις αρχές του 20ού αιώνα: "Η Κύπρος, ήτις επί της εποχής του Πλινίου (Φυσκ. Ι. 15, 18) εφημίζετο διά τας φερούσας μεγάλους καρπούς Απιδέας της, σήμερον ελάχιστα και κακής ως επί το πλείστον ποιότητος απίδια παράγει."

Ονομασία - Προέλευση
Κυπριακή Ονομασία
απ(π)ίδιν ή αππί(ι)ν
Ελληνική Ονομασία - Περιγραφή

αχλάδι

Γλωσσικές Παρατηρήσεις

ΕΤΥΜ. < αρχ. άπιον + κατάλ. -ίδι(ο)ν (Γιαγκουλλής 2009, λήμμα απίδιν - αππίιν,το, 68 / Πέτρου-Ποιητού 2013, λήμμα Αππίδι, 26).

Πληθ. αππίδκια.

άππης ή αππιδκιά = η αχλαδιά (Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια, τ. 2, λήμμα άππης,ο, 258).

Η ονομασία άππης προέρχεται από την αρχαία λέξη άπιος (Θεοδώρου 2006, 385-389).

Μέθοδος Εξασφάλισης
Συστηματική καλλιέργεια
Μέθοδος Επεξεργασίας

Τα αχλάδια τρώγονταν φρέσκα ή χρησιμοποιούνταν για την παρασκευή γλυκού (βλ. λήμμα γλυκό αχλάδι).

Χρονολογία
Ρωμαϊκή Περίοδος – 21ος αι.
Συμπληρωματικά Στοιχεία

Ο Π.Γ. Γεννάδιος γράφει για τις κυπριακές αχλαδιές στις αρχές του 20ού αιώνα: «Η Κύπρος, ήτις επί της εποχής του Πλινίου (Φυσκ. Ι. 15, 18) εφημίζετο διά τας φερούσας μεγάλους καρπούς Απιδέας της, σήμερον ελάχιστα και κακής ως επί το πλείστον ποιότητος απίδια παράγει. Χρησιμοποιούνται δε εις την νήσον ταύτην ως υποκείμενα προς εμβολιασμόν της κοινής Α. (σ.σ. Απιδέας) τα πολλαχού αυτόθι φυόμενα Κράταιγος ο Αζαρόλος (σ.σ. μοσφιλιά) και Απιδέα η συριακή (P. syriaca), η κν. Αγράπης ονομαζομένη υπό των νησιωτών»(Γεννάδιος 1914, 129).

«Στην Κύπρο διακρίνονται οι ακόλουθες ποικιλίες αχλαδιών: αουστάπκια ή αουστιάτικα, γρουσάπκια ή δρουσάπκια, κολοκάπκια ή κολάπκια, λαϊνάπκια, μηλάπκια, μοσφιλάπκια, μουσάπκια, σ΄ειμωνιάτικα, στουππόκωλα» (Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια, τ. 2, λήμμα άππης,ο, 258).

Αναφορά στο αχλάδι υπάρχει σε κυπριακό παραμύθι με τίτλο «Έσει ο Θεός, μα θέλει τζι’ έναν αππίν».
«Μιάβ βολάν είσεν έναν αλουππόν τζι’ ήτουν τρυπωμένος μεσ’ στην τρύπαν, τζι’ έλασεν: «Έσει ο Θεός, έσει ο Θεός.» Ο αλουππός εκράεμ πούς κάπκοιοχ χτηνόν, ’πο τζείνα που ’περνούσαμ ’πο τζειαμαί, εννά ’μπαίννεμ μέσ’ στην τρύπαν να φάη. Ίσια πού ’περάσαδ δκυό τρείς ημέρες τζι’ έν ενέηγ κανέναχ χτηνόν τζι’ επείνασεμ πκιόγ καλά, εξέηκεν έξω τζι’ όσον τζι’ είεν το χτηνόν, εμούνταρεν τζι’ έππιασέν το τζι’ έφαν, πού ’ταν νηστικός».
-«Ά», λαλεί τότε, «έσει ο Θεός, μα θέλει τζι’ έναν αππίν, για να ’ση τζι’ ο Θεός. Χωρίς αππίν ’έν έσει ο Θεός» (Ταουσιάνης 2008, 192).

Η γνωστή έκφραση: «Να σε μάθω πόσα αππίδκια βάλλει ο σάκκος» αποτελεί συνηθισμένη απειλή τιμωρίας (Πέτρου-Ποιητού 2013, λήμμα Αππίδι, 26).

Βιβλιογραφία

Γεννάδιος Π. Γ. (1914), Λεξικόν φυτολογικόν: Περιλαμβάνον τα ονόματα, την ιθαγένειαν και τον βίον υπερδεκασχιλίων φυτών, εν οις και τα λόγω χρησιμότητος ή κόσμου καλλιεργούμενα, των οποίων περιγράφονται και η ιστορία, η καλλιέργεια, τα προϊόντα και αι νόσοι, Εκ του Τυπογραφείου Παρασκευά Λεωνή, Εν Αθήναις.

Γιαγκουλλής Κ. Γ. (2009), Θησαυρός κυπριακής διαλέκτου. Ερμηνευτικό, Ετυμολογικό, Φρασεολογικό και Ονοματολογικό Λεξικό της Μεσαιωνικής και Νεότερης Κυπριακής Διαλέκτου, Εκδόσεις Theopress, Λευκωσία.

Θεοδώρου Κ. (2006), Τα Λύμπια: μια περιδιάβαση στο παρελθόν και στο παρόν, Λευκωσία.

Παυλίδης Α. (επιμ.) (1985), Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια, τ. 2, Φιλόκυπρος, Λευκωσία.

Πέτρου-Ποιητού Ε. (2013), Από πού κρατάει η σκούφια τους. Λέξεις και ιστορίες από τον κόσμο της γεύσης, Εκδόσεις Επιφανίου, Λευκωσία.

Ταουσιάνης Χ. (2008), Λαογραφικά σύμμεικτα Ριζοκαρπάσου. Αναφορές και σε άλλα μέρη της Κύπρου και του ευρύτερου Ελληνισμού, Λευκωσία.


Πηγή φωτογραφίας:

«Αχλάδια» (Υπουργείο Γεωργίας)

Ερευνητής/Καταχωρητής

Σάββας Πολυβίου, Τόνια Ιωακείμ, Κυριακή Παντελή / Πετρούλα Χατζηττοφή, Αργυρώ Ξενοφώντος