Πολύ λεπτό ζυμαρικό τεμαχισμένο σε μικρά κομματάκια.
Ονομασία - Προέλευση
Ο φιδές είναι πολύ λεπτό, νηματοειδές ζυμαρικό για την παρασκευή ελαφριάς σούπας (Μπαμπινιώτης 2005, λήμμα φιδές,ο, 1880).
Για τον φιδέ η νοικοκυρά ζύμωνε σφιχτό ζυμάρι, το οποίο έκοβε ύστερα σε μακρόστενα κομμάτια. Αφού τα δούλευε καλά με τα χέρια της, τα έβαζε ύστερα σε όρθια στάση μέσα σε μια κούπα με λίγο ελαιόλαδο. Κάθε φορά που έπαιρνε ένα κομμάτι για να το κόψει σε φιδέ, το άλειφε με το ελιόλαδο για να γλιστρά εύκολα από τα χέρια της. Στο εξωτερικό μέρος του αριστερού χεριού έβαζε το ζυμάρι και με το δεξί της τραβούσε την άκρη του για να λεπτύνει, τόσο, όσο χρειαζόταν για το φιδέ. Στο στάδιο αυτό τον έκοβε και τον έριχνε μέσα σ’ ένα πανέρι που είχε πάνω στα γόνατά της (Μιχαλοπούλου-Χαραλάμπους 1998, 333).
** Για τη συνταγή του φιδέ, βλ. λήμμα φιδές στο σ̆έριν (σέριν),το στην κατηγορία Παραδοσιακές Συνταγές.
Λειτουργικός Συμβολικός Ρόλος
Σπάνια η νοικοκυρά έκοβε μόνη της τον φιδέ. Τα Σαββατόβραδα ή τις γιορτές καλούσε τις γειτόνισσες και τις συγγένισσες για να τη βοηθήσουν (Μιχαλοπούλου-Χαραλάμπους 1998, 333).
Οι γυναίκες για να διευκολυνθούν στο κόψιμο του φιδέ είχαν δίπλα τους ένα δοχείο με λάδι. Με ιδιάιτερη φροντίδα τοποθετούσαν τον φιδέ στα πανέρια, για να στεγνώσει πιο εύκολα. Τον φιδέ είτε τον αποξήραιναν στον ήλιο είτε τον φούρνιζαν. Τον φύλαγαν σε πήλινα δοχεία ή σε σακούλια από ύφασμα. Σε πολλά χωριά φύλαγαν τον φιδέ, αφού τον ανακάτευαν με πλιγούρι (Κυπρή - Πρωτοπαπά 2003, 262).
Η εποχή που έκοβαν τον φιδέ δεν ήταν ίδια σε όλα τα χωριά. Στη Μεσαορία [Μεσαορία,η = η μεγαλύτερη πεδιάδα της Κυπριακής Δημοκρατίας, ανάμεσα στα όρη Τρόοδος και Πενταδάκτυλος] έκοβαν τον φιδέ πριν το καλοκαίρι, για να ετοιμάζουν το πιλάφι των θεριστάδων. Στα χωριά της επαρχίας Κερύνειας το κόψιμο του φιδέ γινόταν το φθινόπωρο ή το καλοκαίρι, τότε που παρήγαγαν νέο ελαιόλαδο. Στην Πάφο ο φιδές κοβόταν τον χειμώνα για να τον κάνουν σούπα (Κυπρή - Πρωτοπαπά 2003, 263).
Στη περιοχή της Σκυλλούρας [Σκυλλούρα,η = κατεχόμενη κοινότητα της επαρχίας Λευκωσίας] ο φιδές κοβόταν πριν τοn τοκετό για τη σούπα της λεχώνας (Κυπρή - Πρωτοπαπά 2003, 263).
Στο χωριό Γύψου [Γύψου,η = κατεχόμενη κοινότητα της επαρχίας Αμμοχώστου] ο φιδές ήταν ανταλλάξιμο προϊόν στα πανηγύρια. Οι γυναίκες αντάλλαζαν φιδέ με φρούτα ή με ππαλουζέν [ππαλουζές,ο = χυλός μουσταλευριάς (από άσπρο σταφύλι)] και κκιοφτέρκα [κκιοφτέριν,το = πλακούντιο από μουσταλευριά] (Κυπρή - Πρωτοπαπά 2003, 263).
Ο φιδές γινόταν σούπα ή πιλάφι μόνος του ή με πλιγούρι. Ακόμα γινόταν σούπα με τον τραχανά (Κυπρή - Πρωτοπαπά 2003, 264).
Ο φιδές συνηθιζόταν και στους γάμους (Κυπριανού 1992, 69-70).
Συμπληρωματικές Πληροφορίες - Βιβλιογραφία
Οι συναντήσεις των γυναικών για το κόψιμο του φιδέ ήταν και μια ευκαιρία για να μάθουν όλα τα νέα του χωριού και να περάσουν ευχάριστα την ώρα τους. Μόλις τέλειωναν το έργο τους, έλεγαν στη νοικοκυρά του σπιτιού «άτε τζ̆αι καλοφαημένος [καλοφαημένος,ο = ο καλοφάγωτος]» κι έτρωγαν το κεραστικό τους (Μιχαλοπούλου-Χαραλάμπους 1998, 333).
Κυπρή Θ. - Πρωτοπαπά Κ. Α. (2003), Παραδοσιακά ζυμώματα της Κύπρου. Η χρήση και η σημασία τους στην εθιμική ζωή, Δημοσιεύματα του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών, ΧVIII, Λευκωσία.
Κυπριανού Π. Χρ. (1992), «Λαογραφικά του Παλαίκυθρου», Λαογραφική Κύπρος 42 (παράρτημα), 1-101.
Μιχαλοπούλου-Χαραλάμπους Χ. (1998), Περιστερωνοπηγή. Από την αρχαιότητα μέχρι το 1974, Προσφυγικό σωματείο «Ένωση Περιστερωνοπηγιωτών», Λευκωσία.
Μπαμπινιώτης Γ. (2005), Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας. Με σχόλια για τη σωστή χρήση των λέξεων. Ερμηνευτικό, Ορθογραφικό, Ετυμολογικό, Συνωνύμων-Αντιθέτων, Κυρίων Ονομάτων, Επιστημονικών Όρων, Ακρωνυμίων, Κέντρο Λεξικολογίας, Αθήνα.
Ελένη Χρίστου, Δήμητρα Δημητρίου, Αργυρώ Ξενοφώντος