Είδος τηγανίτων, λουκουμάδες.
Ονομασία - Προέλευση
Το λαλάγγιν/λαλάντζ̆ιν/λαλαγγούδιν/γερούδιν είναι είδος τηγανίτας (Κυπρή - Πρωτόπαπα 2003, 256-257; Πέτρου-Ποιητού 2013, λήμμα Λαλάγγια, 74), γλύκυσμα από αλεύρι και λάδι (Πέτρου-Ποιητού 2013, λήμμα Λαλάγγιο, 74).
ΕΤΥΜ. Η ονομασία τους προέρχεται από τη λέξη λαγαρός, δηλ. χαλαρός, και μάλλον οφείλεται στη χαλαρή ζύμη με την οποία παρασκευάζονταν (Σαμαράς 1992, 83-86).
< μτγν. λαλάγγη < (σύμφωνα με Καραποτόσογλου) περσ. lalang (Γιαγκουλλής 2009, λήμμα λαλάντζ̆ιν - λαλαγγούδιν,το, 247)
< βυζ. λαλάγγιον, δηλ. τηγανίτα (ξεροτήανον) (Κυπρή 1983 [2003²], λήμμα λαλάντζ̆ιν,το, 475)
Οι τηγανίτες αυτές ονομάζονταν και αλαγγένες. Ο τρόπος παρασκευής τους και η ονομασία τους θυμίζει τα λαλάγγια ή λαλαγγίτες των Βυζαντινών που ήταν είδος τηγανίτας (Κυπρή - Πρωτόπαπα 2003, 256-257). Το συγκεκριμένο έδεσμα είναι κοινώς γνωστό ως λαγγόπιττα ή λαλαγγόπιττα (Γιαγκουλλής 2009, λήμμα λαλάντζ̆ιν - λαλαγγούδιν,το, 247). Στις πεδινές περιοχές λέγονταν και «κοτζ̆άκαρες» (Κυπριανού 1974, 295).
Ο Γεώργιος Λουκάς στο Γλωσσάριό του επισημαίνει ότι λαλάγγια ονόμαζαν στην Πάφο τα κουλούρια, που ήταν είδος άρτου. Σημειώνεται δε ότι λαλαγκίτα σημαίνει τηγανίτα (Κυπρή 1979 [2002²], λήμμα λαλάγγια,τα, 269).
Ανακάτευαν αλεύρι σε κρύο νερό, αφού πρόσθεταν και λίγο αλάτι, μέχρι να γίνει χυλός. Με βαθουλή κουτάλα ή και με το χέρι έπαιρναν λίγο από το μείγμα και το έριχναν στο τηγάνι, όπου υπήρχε ζεστό λάδι. Έτσι, έφτιαχναν φουσκωτές πίτες διαφόρων σχημάτων. Όταν ήταν έτοιμες, τις σέρβιραν συνήθως με έψημαν ή και με ζάχαρη (Κυπριανού 1974, 295-296).
Λειτουργικός Συμβολικός Ρόλος
Τα λαλλαγγούδκια θεωρούνταν πρόχειρο τρόφιμο, που φτιαχνόταν με χυλό, δηλαδή αλεύρι και νερό. Στον χυλό οι νοικοκυρές πρόσθεταν κανέλα και σταφίδες (Σαμαράς 1992, 83).
Σερβίρονταν με ζάχαρη, μέλι ή έψημαν (Κυπριανού 1974, 295-296).
Ο Ξενοφών Π. Φαρμακίδης σημειώνει στο Γλωσσάριό του πως ο ένζυμος τηγανίτης είναι πάντοτε ελαστικός και δύσκολα μασάται (Κυπρή 1983 [2003²], λήμμα λαλάντζ̆ιν,το, 475).
Στο χωριό Κάθηκας τα λαλλαγγούδκια τα έφτιαχναν μετά τα τέλος του θερίσματος ή του τρύγου (Σαμαράς 1992, 83).
Συμπληρωματικές Πληροφορίες - Βιβλιογραφία
Σε μερικά χωριά έριχναν όλο τον χυλό στο τηγάνι και έφτιαχναν μεγάλες πίτες. Για να διαχωρίσουν τις μεγάλες πίτες από τα λαλλαγγούδκια, τα ονόμαζαν γέρους (Ζώδια), γερούδκια (Τσακκίστρα), κοτζ̆άκαρες (Κυθρέα) ή παππούδες (Σκυλλούρα) (Κυπριανού 1974, 295-296).
Σε μερικά χωριά όπως στη Λύση, τα λαλλαγγούδκια τα έλεγαν ανέμπατα ξεροτήανα, ενώ στο Ριζοκάρπασο τα ονόμαζαν ταραχτά, γιατί απλώς ανακάτευαν αλεύρι με νερό (Κυπρή - Πρωτόπαπα 2003, 256-257).
Γιαγκουλλής Κ. Γ. (2009), Θησαυρός Κυπριακής Διαλέκτου. Ερμηνευτικό, Ετυμολογικό, Φρασεολογικό και Ονοματολογικό Λεξικό της Μεσαιωνικής και Νεότερης Κυπριακής Διαλέκτου, Βιβλιοθήκη Κυπρίων Λαϊκών Ποιητών,70, Εκδόσεις Theopress, Λευκωσία.
Κυπρή Θ. Δ. (επιμ.) (1979 [2002²]), Υλικά διά την σύνταξιν ιστορικού λεξικού της κυπριακής διαλέκτου, Μέρος Α΄, Γλωσσάριον Γεωργίου Λουκά, Δημοσιεύματα του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών, XLI, Λευκωσία.
Κυπρή Θ. Δ. (επιμ.) (1983 [2003²]), Υλικά διά την σύνταξιν ιστορικού λεξικού της κυπριακής διαλέκτου, Μέρος Β΄, Γλωσσάριον Ξενοφώντος Π. Φαρμακίδου, Δημοσιεύματα του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών, IX, Λευκωσία.
Κυπρή Θ. - Πρωτοπαπά Κ. Α. (2003), Παραδοσιακά ζυμώματα της Κύπρου. Η χρήση και η σημασία τους στην εθιμική ζωή, Δημοσιεύματα του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών, ΧVIII, Λευκωσία.
Κυπριανού Χ. Σ. (1974), «Τροφαί του χωριού Τσακκίστρα της Κύπρου», Λαογραφία ΚΘ΄ (ΧΧΙΧ), Εν Αθήναις, 295-310.
Πέτρου-Ποιητού Ε. (2013), Από πού κρατάει η σκούφια τους. Λέξεις και ιστορίες από τον κόσμο της γεύσης, Εκδόσεις Επιφανίου, Λευκωσία.
Σαμαράς Π. Μ. (1992), «Παραδοσιακές τροφές από ζυμάρι», Λαογραφική Κύπρος 22,42, 83-86.
Βαρβάρα Γιάγκου, Δήμητρα Δημητρίου, Αργυρώ Ξενοφώντος, Τόνια Ιωακείμ