Παραδοσιακό επτανησιακό γλύκυσμα, παραλλαγή του οποίου είναι ο κυπριακός καούκκος.
Ονομασία - Προέλευση
Η Ευγενία Πέτρου-Ποιητού σημειώνει ότι η μάντολα είναι αμύγδαλο σε καραμέλα (Πέτρου-Ποιητού 2013, λήμμα Μάντολα, 82).
Ο Γεώργιος Μπαμπινιώτης σημειώνει πως η μάντολα είναι παραδοσιακό επτανησιακό γλύκυσμα, που αποτελείται από καβουρδισμένο αμύγδαλο καλυμμένο με ζάχαρη, στην οποία έχουν προστεθεί χρωστικές και αρωματικές ουσίες (Μπαμπινιώτης 2005, λήμμα μάντολα,η, 1046).
ΕΤΥΜ. αντιδάν. < βεν. mandola < δημώδ. λατ. amandula (> γαλλ. amande) < λατ. amiddula < αρχ. ἀμυγδαλή) (Μπαμπινιώτης 2005, λήμμα μάντολα,η, 1046)
Συμπληρωματικές Πληροφορίες - Βιβλιογραφία
Οι μάντολες είναι παραλλαγή του κυπριακού καούκκου.
Μπαμπινιώτης Γ. (2005), Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας. Με σχόλια για τη σωστή χρήση των λέξεων. Ερμηνευτικό, Ορθογραφικό, Ετυμολογικό, Συνωνύμων-Αντιθέτων, Κυρίων Ονομάτων, Επιστημονικών Όρων, Ακρωνυμίων, Κέντρο Λεξικολογίας, Αθήνα.
Πέτρου-Ποιητού Ε. (2013), Από πού κρατάει η σκούφια τους. Λέξεις και ιστορίες από τον κόσμο της γεύσης, Εκδόσεις Επιφανίου, Λευκωσία.
Αργυρώ Ξενοφώντος, Τόνια Ιωακείμ