λαρτίν,το

Το λαρδί.


Ονομασία - Προέλευση
Κυπριακή Ονομασία
λαρτίν, λαρδίν
Ελληνική Ονομασία - Περιγραφή

Πρόκειται για το λαρδί, δηλαδή χοιρινό λίπος (Γιαγκουλλής 2009, λήμμα λαρτίν,το - λάρτος,ο, 250). Το λίπος διατηρείται παστό ή καπνιστό και χρησιμεύει στη μαγειρική (Μπαμπινιώτης 2005, λήμμα λαρδί (το), 991).

Με τον όρο λαρτίν ή λαρδίν νοείται το υποδόριο λίπος του χοίρου που φέρει και μέρος του δέρματος του ζώου.

Γλωσσικές Παρατηρήσεις

ΕΤΥΜ. < λαρδίον < μτγν. λάρδος < λατ. lar(i)dum (Γιαγκουλλής 2009, λήμμα λαρτίν,το - λάρτος,ο, 250; Μπαμπινιώτης 2005, λήμμα λαρδί (το), 991) [παστό κρέας] < αρχ. λαρινόν [λαρινόν,το = λιπαρό, παχύ], αγν. ετύμου (Μπαμπινιώτης 2005, λήμμα λαρδί (το), 991; Πέτρου-Ποιητού 2013, λήμμα Λαρτί, 75)

γαλλ. lardon, ιταλ. lardo [lardo = χοιρινό κρέας, παχύ και αλατισμένο] (Κυπρή 1979 [2002²], λήμμα λαρδίν,το, 273)

Μέθοδος Εξασφάλισης
Οικιακή κτηνοτροφία
Μέθοδος Επεξεργασίας

Το λαρτίν το ετοίμαζαν στα χωριά της Κύπρου αφού αλάτιζαν και αποξήραιναν για δέκα περίπου ημέρες στον ήλιο μικρά κομμάτια του υποδόριου λίπους του χοίρου.
«Έπαιρναν το χοιρινό λίπος από την πλάτη του χοίρου. Πρόσθεταν αλάτι και ρίγανη και το κρέμαγαν στον τοίχο για να ξεράνει. Το έβαζαν και στην τσιμινιάν να ξεράνει από την ανάκαπνη, γιατί ήταν χειμώνας και δεν είχε αρκετό ήλιο.
Για να το φάνε, το έκοβαν φέτες- φέτες, το τηγάνιζαν ή το έβαζαν πάνω στα κάρβουνα και το έψηναν. Σημειώνεται ότι το λίπος ελάχιστα έλιωνε από το ψήσιμο. Το έτρωγαν με το ψωμί. Επίσης, όταν πήγαιναν έξω στις δουλειές, έπαιρναν λίγο από αυτό το παστό λίπος και το έψηναν αφού άναβαν λίγα ξύλα»(Προφ. μαρτυρίες: Ελένη Γεωργίου, 85 ετών, Κάμπος της Τσακκίστρας - Λευκωσία; Ανθούλλα Αριστοδήμου, 72 ετών, Κάμπος της Τσακκίστρας -Λευκωσία).

Διατροφική Αξία

Το λαρτίν δεν χρησιμοποιούνταν ως «προστιθέμενο λίπος» στη μαγειρική, αλλά σαν ένας λιπαρός μεζές. Το λαρτίν συνήθιζαν να το τρώνε ως προσφάγι τους χειμερινούς μήνες, κυρίως στην επαρχία της Πάφου, μια περιοχή που υστερούσε σε γεωργική παραγωγή και πόρους. Αντίθετα, στην πλούσια πεδιάδα της Μεσαορίας η παρασκευή λαρδιού δεν ήταν διαδεδομένη (Ξιούτας 1978, 150).

Τα παιδιά, ως μεσημεριανό στο σχολείο ή ως δειλινιάτικον, είχαν πάντοτε λαρτίν που το έτρωγαν με ψωμί, αφού πρώτα έβγαζαν το δέρμα. Το ίδιο έκαναν και οι γεωργοκτηνοτρόφοι όταν εργάζονταν μακριά από το σπίτι τους για να χορτάσουν την πείνα τους μέχρι το δείπνο. Το λαρδί ήταν το τυπικό δειλινιάτικο των βοσκών όσο ήταν στη βοσκή. Ο βοσκός αφαιρούσε το δέρμα του ζώου από το λαρδί με τον σουγιά του και το έτρωγε με ψωμί. Αλλά και το δέρμα που αφαιρούσαν, το καψάλιζαν στη φωτιά να κατσουριστεί, και το έτρωγαν κι αυτό (Ξιούτας 1978, 150).

Εορταστικές Περιστάσεις

Παρασκευαζόταν με το σφάξιμο του χοίρου παράλληλα με τη σ̆οιρόμυλλαν και τα άλλα προϊόντα του χοιρινού, την περίοδο των Χριστουγέννων.

Χρονολογία
19ος - 20ός αι.
Συμπληρωματικά Στοιχεία

Ο Χρύσανθος Στ. Κυπριανού (1970) αναφέρει ότι στο χωριό Τσακκίστρα έφτιαχναν με ένα ιδιαίτερο τρόπο το λαρτίν: μετά το αλάτισμα, το βάπτιζαν σε σκάφη που ήταν γεμάτη ξηρό κρασί για πέντε-έξι ημέρες. Στη συνέχεια, προσέθεταν μυρωδικά, όπως κόλιανδρο και ρίγανη, και το άφηναν στον ήλιο να αποξηρανθεί. Το ίδιο γινόταν και στα χωριά της Τηλλυρίας όπου η παραλλαγή αυτή ονομαζόταν λαρτίν το πατσάλιν δηλαδή «παρδαλόν λαρδί» (Ξιούτας 1978, 150).

Βιβλιογραφία

Γιαγκουλλής Κ. Γ. (2009), Θησαυρός Κυπριακής Διαλέκτου. Ερμηνευτικό, Ετυμολογικό, Φρασεολογικό και Ονοματολογικό Λεξικό της Μεσαιωνικής και Νεότερης Κυπριακής Διαλέκτου, Βιβλιοθήκη Κυπρίων Λαϊκών Ποιητών,70, Εκδόσεις Theopress, Λευκωσία.

Κυπρή Θ. Δ. (επιμ.) (1979 [2002²]), Υλικά διά την σύνταξιν ιστορικού λεξικού της κυπριακής διαλέκτου, Μέρος Α΄, Γλωσσάριον Γεωργίου Λουκά, Δημοσιεύματα του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών, XLI, Λευκωσία.

Κυπριανού Χ. Στ. (1970), Μερικές κυπριακές τροφές του χωριού Τσακκίστρα, Εκδόσεις Γυμνασίου Λαπήθου, Λάπηθος.

Ξιούτας Π. (1978), Κυπριακή λαογραφία των ζώων, Δημοσιεύματα του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών, XXXVIII, Λευκωσία.

Πέτρου-Ποιητού Ε. (2013), Από πού κρατάει η σκούφια τους. Λέξεις και ιστορίες από τον κόσμο της γεύσης, Εκδόσεις Επιφανίου, Λευκωσία.


Προφ. μαρτυρίες:

Ελένη Γεωργίου, 85 ετών, Κάμπος της Τσακκίστρας - Λευκωσία. Καταγραφή: Στάλω Λαζάρου, Οκτώβρης 2010.

Ανθούλλα Αριστοδήμου, 72 ετών, Κάμπος της Τσακκίστρας -Λευκωσία.
Καταγραφή: Στάλω Λαζάρου, Οκτώβρης 2010.

Ερευνητής/Καταχωρητής

Στάλω Λαζάρου, Δήμητρα Δημητρίου, Αντωνία Ματάλα, Αργυρώ Ξενοφώντος, Τόνια Ιωακείμ