λουβάνα,η

«Λουβάνα»

«Λουβάνα»

Πηγή: Στάλω Λαζάρου

«Λουβάνα»

Λάθυρος ο ώχρος.



Ονομασία - Προέλευση
Κυπριακή Ονομασία
λουβάνα
Ελληνική Ονομασία - Περιγραφή

Πρόκειται για τον λάθυρο τον εδώδιμο (Κυπρή 1983 [2003²], λήμμα λουβάνα,η, 173), ο οποίος σύμφωνα με την Ευγενία Πέτρου-Ποιητού είναι όσπριο παρόμοιο με τις φακές (Πέτρου-Ποιητού 2013, λήμμα Λουβάνα, 78).

Το λαθούρι είναι ποώδες φυτό που καλλιεργείται κυρίως ως κτηνοτροφικό. Από τα αποφλοιωμένα και τριμμένα σπέρματά του παρασκευάζεται η φάβα (Μπαμπινιώτης 2005, λήμμα λαθούρι,το, 985).

Γλωσσικές Παρατηρήσεις

ΕΤΥΜ. < λουβίν (Γιαγκουλλής 2009, λήμμα λουβάνα,η, 259)
< αρχ. λάθυρος (Πέτρου-Ποιητού 2013, λήμμα Λουβάνα, 78)

Επιστημονική ονομασία: λάθυρος ο ώχρος (Lathyrus ochrus)

Το όνομα του φυτού χρησιμοποιείται μεταφορικά για να δηλώσει καυχησιολογίες: «Ήρτεν τζ̆αι τούτος να μας κόψη κάμποσες λουβάνες» «έτσι λουβάνες εγιώ ’εν τες ακούω» (Κυπρή 1983 [2003²], λήμμα λουβάνα,η, 173)

παράγ. λουβανιτζ̆ής, ο καυχηματίας, φουμιστής, αυτός που μεγαλοποιεί τα λόγια ή τα κατορθώματα άλλου ή τα δικά του (Κυπρή 1983 [2003²], λήμμα λουβάνα,η, 173)

Μέθοδος Εξασφάλισης
Συλλογή
Συστηματική καλλιέργεια
Μέθοδος Επεξεργασίας

Η συλλογή των οσπρίων γινόταν συνήθως από τις γυναίκες τις πρωινές ώρες που είχε ομίχλη και νοτιά. Μετά τη συλλογή των οσπρίων, οι Κύπριοι τα άπλωναν στο δώμα για να λιαστούν και στη συνέχεια τα κοσκίνιζαν και τα αποθήκευαν (Υπουργείο Γεωργίας 2009, Η καλλιέργεια του λουβιού).

Διατροφική Αξία

Οι τρυφερές άκρες (ακρόδρυα, μούττες) του φυτού γίνονται εξαιρετική σαλάτα (Κυπρή 1983 [2003²], λήμμα λουβάνα,η, 173).

Η λουβάνα συνήθως συνοδευόταν με ψωμί ή τριν και τσιγαρισμένο κρεμμύδι (Κυπρή - Πρωτόπαπα 2003, 266). Ακόμα, τις ημέρες νηστείας, οι Κύπριοι κατανάλωναν σούπα λουβάναν. Οι νοικοκυρές έβραζαν τη λουβάναν σε νερό και, στη συνέχεια, πρόσθεταν ρύζι και τη σέρβιραν με χυμό λεμονιού και ελιές (Υπουργείο Γεωργίας 2010, Κυπριακά παραδοσιακά παρασκευάσματα, 11).

Χρονολογία
Νεολιθική περίοδος - 21ος αι.
Συμπληρωματικά Στοιχεία

H λουβάνα (Lathyrus ochrus) διαφέρει ως είδος aπό την παραδοσιακή φάβα που καλλιεργείται στα νησιά του Αιγαίου (Lathyrus clymenum) αλλά και από το κοινό λαθούρι που, επίσης, χρησιμοποιείται για την παρασκευή φάβας (Lathyrus sativus). Ενδείξεις για την καλλιέργεια του ώχρου στον ελλαδικό χώρο έχουμε από την εποχή του Χαλκού (Valamoti 2011). Φαίνεται ότι σήμερα η καλλιέργεια του λάθυρου ώχρου είναι περιορισμένη σε ορισμένα μόνο νησιά, μεταξύ των οποίων ένα είναι και η Κύπρος.

Βιβλιογραφία

Γιαγκουλλής Κ. Γ. (2009), Θησαυρός κυπριακής διαλέκτου. Ερμηνευτικό, Ετυμολογικό, Φρασεολογικό και Ονοματολογικό Λεξικό της Μεσαιωνικής και Νεότερης Κυπριακής Διαλέκτου, Εκδόσεις Theopress, Λευκωσία.

Κυπρή Θ. Δ. (επιμ.) (1983 [2003²]), Υλικά διά την σύνταξιν ιστορικού λεξικού της κυπριακής διαλέκτου, Μέρος Β΄, Γλωσσάριον Ξενοφώντος Π. Φαρμακίδου, Δημοσιεύματα του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών, IX, Λευκωσία.

Κυπρή Θ. - Πρωτοπαπά Κ. Α. (2003), Παραδοσιακά ζυμώματα της Κύπρου. Η χρήση και η σημασία τους στην εθιμική ζωή, Δημοσιεύματα του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών, ΧVIII, Λευκωσία.

Μπαμπινιώτης Γ. (2005), Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας. Με σχόλια για τη σωστή χρήση των λέξεων. Ερμηνευτικό, Ορθογραφικό, Ετυμολογικό, Συνωνύμων-Αντιθέτων, Κυρίων Ονομάτων, Επιστημονικών Όρων, Ακρωνυμίων, Κέντρο Λεξικολογίας, Αθήνα.

Πέτρου-Ποιητού Ε. (2013), Από πού κρατάει η σκούφια τους, Εκδόσεις Επιφανίου, Λευκωσία.

Υπουργείο Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος, Τμήμα Γεωργίας (2009), Η καλλιέργεια του λουβιού, Γραφείο Τύπου και Πληροφοριών, Λευκωσία.

Υπουργείο Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος, Τμήμα Γεωργίας (2010), Κυπριακά παραδοσιακά παρασκευάσματα, Γραφείο Τύπου και Πληροφοριών, Λευκωσία.

Valamoti S. (2011), "Tastes from seeds in prehistoric Greece: seeking continuities and discontinuities in archaeo-botanical data", 1st Symposium of Greek Gastronomy, Karanou-Chania, July 16-17 2011 (www.greekgastronomy.wordpress.com).


Πηγή φωτογραφίας:

«Λουβάνα» (Στάλω Λαζάρου)

Ερευνητής/Καταχωρητής

Στάλω Λαζάρου, Αντωνία Ματάλα, Δήμητρα Δημητρίου, Αργυρώ Ξενοφώντος, Τόνια Ιωακείμ