Ονομασία - Προέλευση
Το σησάμι ή σουσάμι είναι ο εδώδιμος σπόρος της σουσαμιάς, από τον οποίο εξάγεται το σουσαμόλαδο και χρησιμοποιείται ευρέως για να δίνει ξεχωριστό άρωμα και γεύση στο ψωμί, αλλά και σε άλλα αρτοποιήματα και γλυκύσματα (Μπαμπινιώτης 2005, λήμμα σουσάμι,το, 1627).
Είναι καρπός του Sesamum ssp.
Το σησαμέλαιο είναι φυτικό έλαιο που παράγεται από τη συμπίεση σπόρων σουσαμιών και χρησιμοποιείται αυτούσιο ως μέσο διατροφής ή ως συστατικό της μαργαρίνης και άλλων μαγειρικών λιπών (Μπαμπινιώτης 2005, λήμμα σησαμέλαιο,το, 1588).
ΕΤΥΜ.
σουσάμι < μτγν. σησάμιον (με τροπή /i/ → /u/, πβ. κ. σουπιά - σηπία), υποκ. του αρχ. σήσαμον < εβρ. šumšōm. πβ. κ. αραμ. šum-šɘmā, ακκαδ. šamaššanimu(m). φοιν. ššmn. Το λατ. sesamum (γαλλ. sésame) είναι δάνειο από την Ελληνική (Μπαμπινιώτης 2005, λήμμα σουσάμι,το, 1627)
σαμολάδιον < μτγν. σησάμιον + μτγν. ελάδιον (Γιαγκουλλής 2014, λήμμα σαμολάδιον,το, 471)
σαμόλαον < σησαμόλαδον, με ανομοίωση (Γιαγκουλλής 2014, λήμμα σαμόλαον,το, 471; Πέτρου-Ποιητού 2013, λήμμα Σαμόλαδο, 131)
Η φράση «Σουσάμι, άνοιξε!» ανάγεται στο ανατολίτικο παραμύθι «Ο Αλί Μπαμπά και οι σαράντα κλέφτες», όπου αυτές οι λέξεις χρησίμευαν ως μαγικό πρόσταγμα για να ανοίξει η πόρτα της σπηλιάς των κλεφτών (Μπαμπινιώτης 2005, λήμμα σουσάμι,το, 1627).
Από το σησάμι οι Κύπριοι παραλάμβαναν το σησαμέλαιο και παρασκέυαζαν ταχίνι και χαλβά (Σακελλάριος 1890, 239).
Λειτουργικός Συμβολικός Ρόλος
Οι Κύπριοι κατανάλωναν το σησαμέλαιο «αντί του ελαίου της ελαίας» κατά τη περίοδο των νηστειών. Στις νηστείες κατανάλωναν και το ταχίνι και τον χαλβά (Σακελλάριος 1890, 239).
Το σησάμι το χρησιμοποιούσαν για να φτιάξουν κουλούρια, καθώς και κόλλυβα στις γιορτές και στα μνημόσυνα (Κυπριανού 1989, 109).
Συμπληρωματικές Πληροφορίες - Βιβλιογραφία
Είναι γνωστό ότι τον 16ο αιώνα στο νησί καλλιεργείτο σησάμι (Aristidou 2004).
Ο Αθανάσιος Σακελλάριος το 1890 αναφέρει ότι το σησάμι καλλιεργείτο στις περιοχές της Σολέας, της Μόρφου, της Λαπήθου και του Ιδαλίου και η παραγωγή του ήταν μεγάλη και έτσι αρκετή ποσότητα εξαγόταν (Σακελλάριος 1890, 239).
Ο αρχιμανδρίτης Κυπριανός στο βιβλίο του «Ιστορία Χρονολογική της Νήσου Κύπρου» που εκδόθηκε στη Βενετία το 1788, αναφέρει ότι υπήρχε άφθονο σησάμι, από το οποίο κατασκευαζόταν εκλεκτό έλαιο (Κυπριανός Αρχιμ. 1788, 543).
Aristidou E. Ch. (2004), "Venetian rule in Cyprus (1474-1570)", Cyprus Today, Nikosia, 1-25.
Γιαγκουλλής Κ. Γ. (2014), Θησαυρός της Μεσαιωνικής και Νεότερης Κυπριακής Διαλέκτου. Ερμηνευτικός, Ετυμολογικός, Φρασεολογικός και Ονοματολογικός, Βιβλιοθήκη Κυπρίων Λαϊκών Ποιητών,74, Λευκωσία.
Κυπριανός Αρχιμ. (1788), Ιστορία Χρονολογική της Νήσου Κύπρου, Τύποις Ευαγόρα, Λευκωσία.
Κυπριανού Π. Χρ. (1989), «Η καλλιέργεια, η συλλογή και η κατεργασία βαμβακιού και σησαμιού», Λαογραφική Κύπρος 19,39, 107-109.
Μπαμπινιώτης Γ. (2005), Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας. Με σχόλια για τη σωστή χρήση των λέξεων. Ερμηνευτικό, Ορθογραφικό, Ετυμολογικό, Συνωνύμων-Αντιθέτων, Κυρίων Ονομάτων, Επιστημονικών Όρων, Ακρωνυμίων, Κέντρο Λεξικολογίας, Αθήνα.
Πέτρου-Ποιητού Ε. (2013), Από πού κρατάει η σκούφια τους. Λέξεις και ιστορίες από τον κόσμο της γεύσης, Εκδόσεις Επιφανίου, Λευκωσία.
Σακελλάριος Α. Α. (1890), Τα Κυπριακά: Ήτοι Γεωγραφία, Ιστορία και Γλώσσα της Νήσου Κύπρου Από Των Αρχαιοτάτων Χρόνων Μέχρι Σήμερον, Τόμος Πρώτος: Γεωγραφία, Ιστορία, Δημόσιος Και Ιδιωτικός Βίος, Τύποις και Αναλώμασι Π. Δ. Σακελλαρίου, Εν Αθήναις.
Βαρβάρα Γιάγκου, Αντωνία Ματάλα, Αργυρώ Ξενοφώντος, Τόνια Ιωακείμ