τρόφιμα δεκάτης,τα

Δεκάτη (δεκατία) ήταν η πληρωμή στις Αρχές του ενός δεκάτου όλων των προϊόντων της γης που ένας γεωργός παρήγαγε τον χρόνο. Τέτοια προϊόντα ήταν το σιτάρι, το κριθάρι, τα σταφύλια, οι ελιές, το σουσάμι, ο καπνός, το βαμβάκι, το μετάξι, το κρασί, οι φρέσκοι καρποί, ακόμη και ζώα.



Ονομασία - Προέλευση
Κυπριακή Ονομασία
τρόφιμα δεκάτης, δεκατία, δεκάτη
Ελληνική Ονομασία - Περιγραφή

Πρόκειται για τον φόρο στα γεωργικά προϊόντα, εισπραττόμενον σε είδος (Γιαγκουλλής 2009, λήμμα δεκατία,η, 132; Ιωαννίδης - Γεωργιάδης 2000, 95).

Ο Ιωάννης Ιωνάς στα «Παραδοσιακά επαγγέλματα της Κύπρου» γράφει τα εξής για τα τρόφιμα της δεκάτης: «Κατά την Οθωμανική περίοδο επιβλήθηκε ο φόρος επί της παραγωγής, η γνωστή στους αγρότες με το όνομα δεκατεία. Ο φόρος αυτός είχε καθοριστεί αρχικά στο 5% και αργότεερα στο 10%, αλλά επιδεχόμενος έκτακτες επαυξήσεις που μπορούσαν να φτάνουν και το 8% επιπροσθέτως.
Κατά τα χρόνια της Αγγλοκρατίας συνέχισε να υπάρχει μέχρι τη δεκαετία του 1920 με το όνομα δεκατεία. Οι υπάλληλοι της διοίκησης κάτω από την ευθύνη των οποίων ήταν η δεκατεία συνέχισαν να έχουν τους τούρκικους τίτλους που είχαν προηγουμένως κατά την Τουρκοκρατία. Επαρχιακός υπεύθυνος ήταν ο ναζίρης και είχε για βοηθούς τους κορτζ̆ή(δ)ες. Επόπτες ήταν οι μεμούρη(δ)ες και υπεύθυνοι για τη μέτρηση των αγαθών ήταν οι κκιλετζ̆ήδες.
Ο φόρος της δεκάτης εφαρμοζόταν κατά κύριο λόγο πάνω στα δημητριακά που αφορούσαν το σημαντικότερο είδος παραγωγής στο νησί. Ο υπολογισμός της δεκάτης γινόταν επί τόπου, μέσα στα αλώνια, προτού η παραγωγή μεταφερθεί και αποθηκευτεί στα αμπάρια των παραγωγών.
Ο γεωργός όφειλε με το τέλος του θέρους και τη δημιουργία του μεγάλου σωρού με όλα τα δεμάτια να δηλώσει μέσω του μουχτάρη [προέδρου της ενορίας ή της κοινότητας] στον μεμούρην ότι πρόκειται να αλωνέψει [να προβεί στον αλωνισμό]. Ο μεμούρης, ο οποίος έπαιζε έπαιζε ρόλο γραμμτικού, έδινε στον γεωργό χαρτίν [άδεια] για να μπορεί να επανέλθει στο αλώνι συνοδευόμενος από τον κορτζ̆ή. Ο κορτζ̆ής ήταν ο εκτιμητής, ο οποίος έπρεπε να είναι παρών αμέσως μετά το ανέμισμα και να διαπιστώνει ότι κανένας δεν πήρε ή έκρυψε μέρος του καρπού. Μόλις τέλειωνε το αλώνεμα και όλος ο καρπός γινόταν βερκίν [στενόμακρος σωρός], ο κορτζής βούλωνε [σφράγιζε], κτυπώντας αλλεπάλληλα με μια μεγάλη βούλλαν [η σφραγίδα του που ήταν ξύλινη], όλη την επιφάνεια του σωρού.
Κανένας δεν μπορούσε να αγγίξει το σφραγισμένο βουνάριν [σωρό] και να μη φανεί μέχρι τον υπολογισμό της δεκάτης. Ο υπολογισμός της δεκάτης γινόταν αργότερα με δεύτερη επίσκεψη του κορτζ̆ή στο χωριό, ο οποίος συνοδευόταν αυτή τη φορά από τον μεμούρη, που εκτελούσε χρέη γαρμματικού και από τον κκιλετζ̆ήν (ο οποίος πήρε τα’ όνομα του από το οθωμανικό μέτρο kile, δηλαδή κιλό). Τότε στην παρουσία του κορτζ̆ή και του μεμούρη, ο κκιλετζ̆ής μετρούσε δυνατά με την αμπούστα του κιλού [στρογγυλό ντενεκέ διαμέτρου 40 εκ. και ύψους επίσης 40 εκ., χωρητικότητας μισού κιλού, δηλαδή 2223 οκάδες περίπου, που έφερε ανάγλυφη τη λέξη Kile) από το ένα μέχρι το εννέα, για να ακούει ο μεμούρης και ο ιδιοκτήτης και τη δέκατη αμπούστα την έβαζε χώρια στη σακούλα ή το σατσ̆ίν της δεκάτης. Οι σακούλες της δεκατείας ράβονταν με σπάγκο, ο οποίος κατέληγε σε κόμπους ραμμένους με κλωστές ασφάλειας πάνω στις οποίες ο κορτζ̆ής έβαζε κερί (βουλοκέρι), το σφράγιζε και παραδινόταν στον γεωργό απόδειξη (ταΐλιν). Με αυτή την απόδειξη ο γεωργός όφειλε να μεταφέρει και να παραδώσει με δικά του μέσα τη δεκάτη στις κρατικές αποθήκες αφενός και να μετακινήσει τη σοδειά του στα υποστατικά του, αφετέρου. Οι κρατικές αποθήκες συχνά ήταν χιλιόμετρα μακριά από το χωριό του παραγωγού και η μεταφορά για παράδοση της δεκάτης με τα γαϊδούρια ήταν μεγάλη ταλαιπωρία.
Εκτός από αυτούς τους τρείς υπαλλήλους της διοίκησης εμπλεκόταν και ο ναζίρης ο οποίος ήταν προϊστάμενος και εκτελούσε χρέη ελεγκτή για να μην γίνονται χατίρια. Μπορούσε να μεταβεί χωρίς προειδοποίηση σ’ ένα αλώνι και να διατάξει να ξαναμετρηθεί ο καρπός για να ελέγξει κατά πόσο η καταμέτρηση του είχε γίνει σωστά και δεν έγινε παρανομία από τον γεωργό.
Σε προηγούμενες εποχές η δεκατεία υπολογιζόταν πριν από το αλώνεμα [αλωνισμό] για τηα σιτηρά. Αυτό συνέβαινε όταν ένας αντιπρόσωπος της κοινότητας, ο καστελλάνος, έκανε υπολογισμούς, οι οποίοι συμφωνούσαν με αυτούς των εντολοδόχων υπαλλήλων (μεμούρη, κορτζ̆ή, καστελλάνου) για το μέγεθος κάθε θημωνιάς και στον υπολογισμό του καρπού που θα έβγαινε μετά το αλώνεμα. Για να γίνει αυτό, περιόδευαν μαζί στα αλώνια και, αν διαφωνούσαν, κατέληγαν σε συμφωνία, στην καταμέτρηση του καρπού με την αμπούστα μετά το αλώνεμα. Ο καστελλάνος μαζί με τον πρόεδρο της κοινότητας όφειλαν να υποδεχτούν και να φιλοξενήσουν τους φοροθέτες στο χωριό.
Στη δεκατεία υπόκεινται και άλλα προϊόντα, όπως τα σταφύλια, τα κρασιά, οι ελιές κλπ. Στις αρχές της Βρετανικής διακυβέρνησης η δεκατεία πάνω στα χαρούπια πληρωνόταν στο τελωνείο από τους εξαγωγείς σε χρήμα. Ομοίως η πληρωμή της δεκατείας πάνω στο βαμβάκι και το μετάξι μετατοπίστηκε και μετατράπηκε σε εξαγωγικό φόρο.
Η δεκατεία συνδέθηκε με αδικίες και συνεχή εξευτελιστική μεταχείριση από κρατικούς αξιωματούχους, αφού οι φοροεισπράκτορες ενεργούσαν συχνά κατ’ αντίθεση προς το νόμο και καταπίεζαν τους παραγωγούς για να αποσπάσουν από αυτούς δωρεές αιγοπροβάτων και πουλερικών. Η δεκατειά καταργήθηκε το τέλος του 1926 αλλά τα εξαγόμενα ποσά μεταφέρθηκαν πάνω στη φορολογία του άλατος, η τιμή του οποίου τετραπλασιάστηκε και ο κόσμος της υπαίθρου είχε πλέον πρόβλημα στην παρασκευή χαλλουμιών, ελιών και παστών κρεάτων που χρειάζονταν αλάτισμα. Το πρόβλημα άγγιζε επίσης και την αποξήρανση των χόρτων που φύτρωναν πάνω στις χωμάτινες στέγες των σπιτιών, αφού και αυτή γινόταν με το αλάτι»
Ο Κυριάκος Χατζημιχαήλ (Μουσουλίτα, Λαογρ. Αρχείο Τ.223, Χφ. 74, 239) αναφέρει: «Αλωνεύκαμε, γεμίζαμεν το αλώνι μας. Εβκάλλαμεν το γέννημαν το καθαρόν, το σιτάριν, το κριθάριν ή το ρόβιν. Αρβαλίζαμεν τα, εκάμναμεν τα βουνάριν. Έρκετουν ο μεμούρης, ο κορτζ̆ής με τες βούλλες εσφράγιζαν. Εμετρούσαν μας το με το κοιλά, εκάθετουν ο κκιλατζ̆ής, κυβερνητικός τζ̆ι εμέτραν το. Αν ήτουν είκοσι κιλά, έπρεπεν ν’ ανοίξουν την σακκούλλαν να βάλουν τζ̆αι δκυο κιλά της Κυβέρνησης. Κάθε δέκα κιλά έπρεπε να πιάει έναν κιλόν. Τζ̆αί είμαστεν υπόχρεοι να το πάρουμεν στες αποθήκες τες ορισμένες εμείς οι γεωργοί, τες κυβερνητικές, στην Αμμόχωστον. Μετά έγινεν το τραίνον, εκάμαν δααμαί στην Αγκαστίναν αποθήκες κυβερνητικές τζ̆ι επαίρναμέν το με τ’ αμάξια μας, με τα ζώα μας» (Ιωνάς 2001, 34-37, 59-61).

Γλωσσικές Παρατηρήσεις

ΕΤΥΜ. δεκατία < αρχ. δεκάτη + κατάλ. -ία (Γιαγκουλλής 2009, λήμμα δεκατία,η, 132).

Μέθοδος Εξασφάλισης
Συλλογή
Αλιεία
Οικιακός κήπος
Οικιακή κτηνοτροφία
Συστηματική καλλιέργεια
Κτηνοτροφία
Διατροφική Αξία

Η δεκάτη αποτελούσε μεγάλο πλήγμα για τους Κύπριους ιδιαίτερα σε περιόδους που η σοδειά ήταν λίγη, λόγω διαφόρων παραγόντων που έπλητταν συχνά το νησί, όπως οι ανομβρίες, οι ξηρασίες, καταστροφές από χαλάζι και η επιδρομή ακρίδων (Ιωαννίδης - Γεωργιάδης 2000, 95).

Χρήση από Ηλικιακές Ομάδες
Χειρωνάκτες
Χρονολογία
16ος - 20ός αι.
Συμπληρωματικά Στοιχεία

Ο Παύλος Ιωαννίδης και ο Αντρέας Γεωργιάδης σημειώνουν πως η δεκάτη εισήχθηκε από την εποχή της φραγκοκρατίας, ίσχυσε και κατά την Τουρκοκρατία και αποτελούσε τον κυριότερο φόρο και τη σπουδαιότερη πηγή εσόδων του οθωμανικού συστήματος. Η είσπραξη της δεκάτης γινόταν αμέσως μετά τη συγκομιδή των προϊόντων των κατοίκων, σιταριού, κριθαριού, καπνού, βαμβακιού, μεταξιού, κρασιού, φρέσκων καρπών, ακόμη και επί των ζώων. Επίσης πλήρωναν έμμεσους φόρους πάνω στο αλάτι, το νερό και τα εμπορεύματα. Η δεκάτη διατηρήθηκε και επί Αγγλοκρατίας και καταργήθηκε το 1926 (Ιωαννίδης - Γεωργιάδης 2000, 95).
Οι ίδιοι συμπληρώνουν πως οι κάτοικοι του Τρικώμου κατά την Τουρκοκρατία αναγκάζονται να παραδίδουν στις αρχές το ένα δέκατο των προ'ίόντων τους - σιτάρι, κριθάρι, σταφύλια, ελιές, σουσάμι κ.ά. (Ιωαννίδης - Γεωργιάδης 2000, 101).

Βιβλιογραφία

Ιωαννίδης Π. - Γεωργιάδης Α. (2000), Τρίκωμο: Το Κεφαλοχώρι της Καρπασίας (Παραδοση - Ιστορία - Άνθρωποι), τ. Α΄(1900 π.Χ. - 1878 μ.Χ.), Λευκωσία.

Ιωνάς Ι. (2001), Τα παραδοσιακά επαγγέλματα της Κύπρου, Δημοσιεύματα του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών, ΧΧΧVΙΙ, Λευκωσία.

Ερευνητής/Καταχωρητής

Ελένη Χρίστου, Τόνια Ιωακείμ, Αργυρώ Ξενοφώντος