Ονομασία - Προέλευση
Τταβάς ονομάζεται το φαγητό που παρασκευάζεται από ψιλοκομμένο κρέας, ψιλοκομμένα κρεμμύδια με την προσθήκη βουτύρου. Ψήνεται πάντοτε σε ένα είδος πήλινου δοχείου που ονομάζεται τταβάς, εξού και το όνομα του φαγητού. Αναγκαίο άρτυμα είναι η αρτυσ̆ιά (Κυπρή 1983 [2003²], λήμμα τταβάς,ο, 233).
ΕΤΥΜ. < τουρκ. tava (Γιαγκουλλής 2009, λήμμα τταβάς,ο, 496; Πέτρου-Ποιητού 2013, λήμμα Ταβάς, 144)
πληθ. οι τταβάδες, υποκ. το τταβούδιν - πληθ. τα τταβούδκια (Κυπρή 1983 [2003²], λήμμα τταβάς,ο, 233)
«Τούτον γένεται μέσα σε γαστρίν. Πιάννεις κριάς λλίον παλιόν, βάλλεις μιαν οκκάν κριάς τζιαι μιαν οκκάν κρομμύθκια. Κόφκεις το κριάς μιτσίν, καχαρίζεις τα κρομμύθκια, κόφκεις τα φέττες. Βάλλεις τα ούλλα μαζί μες στο γαστρίν, βάλλεις το λάιν τους, το άλας τους, την πάσταν τζιαι λλίον νερόν, τζιαι βάλλεις το στον φούρνον των ψουμιών» (Μαυροκορδάτος 2003, 306).
Συμπληρωματικές Πληροφορίες - Βιβλιογραφία
Ο σκαλιώτικος ταβάς (τταβάς Λάρνακας) είναι ένα θαυμάσιο είδος της σκαλιώτικης κουζίνας, η οποία επηρεάστηκε κι από την ευρωπαϊκή κουζίνα. Ψήνεται σε πήλινο δοχείο του Κόρνου με διάφορα χόρτα και μπόλικα κρεμμύδια και αρτυσιά (Μιχαηλίδη 1983, 146).
Γιαγκουλλής Κ. Γ. (2009), Θησαυρός κυπριακής διαλέκτου. Ερμηνευτικό, Ετυμολογικό, Φρασεολογικό και Ονοματολογικό Λεξικό της Μεσαιωνικής και Νεότερης Κυπριακής Διαλέκτου, Εκδόσεις Theopress, Λευκωσία.
Κυπρή Θ. Δ. (επιμ.) (1983 [2003²]), Υλικά διά την σύνταξιν ιστορικού λεξικού της κυπριακής διαλέκτου, Μέρος Β΄, Γλωσσάριον Ξενοφώντος Π. Φαρμακίδου, Δημοσιεύματα του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών, IX, Λευκωσία.
Μαυροκορδάτος Γ. Ι. (2003), Δίκωμο: Το χθες και το σήμερα, Λευκωσία.
Μιχαηλίδη Α. Μ. (1983), Λάρνακα, η παλιά Σκάλα, Λευκωσία.
Πέτρου-Ποιητού Ε. (2013), Από πού κρατάει η σκούφια τους. Λέξεις και ιστορίες από τον κόσμο της γεύσης, Εκδόσεις Επιφανίου, Λευκωσία.
Πηγή φωτογραφίας:
«Τταβάς» (Υπουργείο Γεωργίας)
Στάλω Λαζάρου, Ελένη Χρίστου, Σάββας Πολυβίου, Αργυρώ Ξενοφώντος, Τόνια Ιωακείμ