αρτυσ̆ιά (αρτυσιά),η

«Σπόροι αρτυσ̆ιάς»

«Σπόροι αρτυσ̆ιάς»

Πηγή: https://en.wikipedia.org/wiki/File:K%C3%BCmmel_2012-07-08-9523.jpg

«Σπόροι αρτυσ̆ιάς»

Είδος μπαχαρικού, πολύ συνηθισμένο στον παραδοσιακό τταβά αλλά και σε άλλα εδέσματα.

Ονομασία - Προέλευση
Κυπριακή Ονομασία
αρτυσ̆ιά
Ελληνική Ονομασία - Περιγραφή

Πρόκειται για το κύμινο, που είναι ο επιμηκής, ωοειδής και καστανοκίτρινος καρπός του ομώνυμου αρωματικού φυτού, που αποξηραμμένος χρησιμοποιείται ευρύτατα ως καρύκευμα στη μαγειρική (Μπαμπινιώτης 2005, λήμμα κύμινο,το, 972).

Γλωσσικές Παρατηρήσεις

ΕΤΥΜ. < μτγν. αρτυσία < αρτύω (Γιαγκουλλής 2009, λήμμα αρτυσ̆ιά,η, 80)

Επιστημονική ονομασία: Cuminum cyminum (Κυπρή 1983 [2003²], λήμμα αρτυσ̆ιά,η, 132)

Διατροφική Αξία

Με αυτό το άρτυμα άρτυζαν το φαγητό που ονομαζόταν τταβάς. Η κοπανισμένη αρτυσ̆ιά θεωρούνταν αναγκαίο συστατικό για την παρασκευή αυτού του φαγητού. Σπάνια άρτυζαν και άλλα εδέσματα με αυτήν (Κυπρή 1983 [2003²], λήμμα αρτυσ̆ιά,η, 132).

Με τη χρήση αρτυσ̆ιάς παρασκευάζεται και το λεγόμενο «λαρτίν το πατσάλιν», δηλαδή λίπος με κρέας. Το κρέας φέρει χρώμα στο λίπος. Μαρινάρεται σε κρασί με αρτυσ̆ιάν και κόλιαντρον για 1-2 μέρες και στεγνώνει στον αέρα. Τρώγεται με ψωμί (Πέτρου-Ποιητού 2013, λήμμα Λαρτί το πατσαλί, 76).

Χρονολογία
19ος - 21ος αι.
Συμπληρωματικά Στοιχεία

Στην παραλογή «Ο Κωσταντάς» (Κιτρομηλίδου 1990, 42), η μητέρα του Κωσταντά, η οποία τον είχε ερωτευτεί, δολοφονεί τη νύφη της Μαρουδκιά και μαγειρεύει το συκώτι της, το οποίο και σερβίρει στον Κωσταντά. Τότε το συκώτι μιλά και αποτρέπει τον Κωσταντά, ο οποίος αυτοκτονεί όταν ανακαλύπτει το νεκρό σώμα της αγαπημένης του. Σύμφωνα με το ερμηνευτικό υπόμνημα του Μενέλαου Χριστοδούλου, το ποίημα ανήκει στην οιδιπόδεια και θυέστεια τάση που παρατηρείται σε μεσαιωνικές τραγωδίες της Ευρώπης που αντλούν στοιχεία από την κλασική μυθολογία.
Στο απόσπασμα, που αναφέρεται στο μαγείρεμα του συκωτιού της Μαρουδκιάς, εντοπίζεται αναφορά στη χρήση της αρτυσ̆ιάς:
«Πού τα μαλλιά την ἅρπαξεν, χαμαί τήν ἐξαπλώννει,
Τραβᾶ τζ̆αί τό μασ̆αίριν της, κόφκει τήν τζ̆εφαλήν της,
ἔσ̆σ̆ισεν τήν καρτούλλαν της τζ̆ι ἔβκαλεν το βλαντζ̆ίν της,
ἐφώναξεν τοῦ μάειρου γιά νά τό μαειρέψει.
''Μάειρε, πρωτομάειρε τζ̆αι πρῶτε τούς μαείρους,
ἔπαρ’ το τοῦτον τό βλαντζ̆ὶν γιά νά τό μαειρέψεις.
Βάλε ἕναν μόιν ἀρτυσ̆ιάν τζ̆αὶ ἕναν κιλόν πιπέριν,
Τζ̆αί φέρ’ του τό τοῦ Κωσταντᾶ νά φά΄ τό μεσομέριν.''»
Στο παρόν χωρίο τα καρυκεύματα είναι σε μεγαλύτερες ποσότητες, ίσως ως μέρος μιας υπερβολής της δημοτικής παράδοσης.
Απαγγελία: Τσελεπής Χασάν από Παναγιά. Καταγραφή: Αγγελική Πασχαλίδου (καλοκαίρι 1937).

Βιβλιογραφία

Γιαγκουλλής Κ. Γ. (2009), Θησαυρός Κυπριακής Διαλέκτου. Ερμηνευτικό, Ετυμολογικό, Φρασεολογικό και Ονοματολογικό Λεξικό της Μεσαιωνικής και Νεότερης Κυπριακής Διαλέκτου, Βιβλιοθήκη Κυπρίων Λαϊκών Ποιητών,70, Εκδόσεις Theopress, Λευκωσία.

Κιτρομηλίδου Μ.Μ. (1990), Ακριτικά τραγούδια και παραλογές από την Κύπρο, Ίδρυμα Α.Γ. Λεβέντη, Λευκωσία.

Κυπρή Θ. Δ. (επιμ.) (1983 [2003²]), Υλικά διά την σύνταξιν ιστορικού λεξικού της κυπριακής διαλέκτου, Μέρος Β΄, Γλωσσάριον Ξενοφώντος Π. Φαρμακίδου, Δημοσιεύματα του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών, IX, Λευκωσία.

Μπαμπινιώτης Γ. (2005), Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας. Με σχόλια για τη σωστή χρήση των λέξεων. Ερμηνευτικό, Ορθογραφικό, Ετυμολογικό, Συνωνύμων-Αντιθέτων, Κυρίων Ονομάτων, Επιστημονικών Όρων, Ακρωνυμίων, Κέντρο Λεξικολογίας, Αθήνα.

Πέτρου-Ποιητού Ε. (2013), Από πού κρατάει η σκούφια τους. Λέξεις και ιστορίες από τον κόσμο της γεύσης, Εκδόσεις Επιφανίου, Λευκωσία.


Πηγή φωτογραφίας:

«Σπόροι αρτυσ̆ιάς» (https://en.wikipedia.org/wiki/File:K%C3%BCmmel_2012-07-08-9523.jpg)

Ερευνητής/Καταχωρητής

Τόνια Ιωακείμ, Στάλω Λαζάρου, Μαρία Τσαγγάρη / Πετρούλα Χατζηττοφή, Αργυρώ Ξενοφώντος