Είδος πιτών.
Ονομασία - Προέλευση
Πρόκειται για έδεσμα παρόμοιο με τα πουρέκκια. Περιείχε ως γέμιση πλιγούρι (πουρκούριν) με ψιλοκομμένο μάραθο (Κυπρή 1983 [2003²], λήμμα ζαμπούσ̆ια,τα, 63).
Η Ευγενία Πέτρου-Ποιητού σημειώνει πως είναι πίτες ψημένες στον φούρνο, γεμιστές με πιλάφι ρύζι και φινόκιο (Πέτρου-Ποιητού 2013, λήμμα Ζαμπούτσιες, 43).
ΕΤΥΜ. Σύμφωνα με την Πέτρου-Ποιητού, ίσως πήραν το όνομά τους από το σχήμα τους, που είναι σαν βούτσ̆ιες [βούτσ̆ιες,οι > βούκκα,η = το μάγουλο].
εν. ζαμπούσ̆ιν (Κυπρή 1983 [2003²], λήμμα ζαμπούσ̆ια,τα, 63)
Ονομάζονταν επίσης ζαμπουχχούες, ζαμπουκκούες, ζαμπουσ̆ιές. Ακόμα, λέγονταν και σαρακοστηανά, επειδή καταναλώνονταν τη Σαρακοστή (Κυπρή - Πρωτοπαπά 2003, 259).
Για τη παρασκευή τους, οι γυναίκες έφτιαχναν τη γέμιση, αφού τσιγάριζαν μάραθο, πρόσθεταν νερό και πλιγούρι ή ρύζι. Όταν το μείγμα ήταν έτοιμο, άνοιγαν φύλλο από ζυμάρι και τοποθετούσαν μέσα τη γέμιση. Στη συνέχεια, τα τηγάνιζαν (Κυπρή - Πρωτοπαπά 2003, 259).
Λειτουργικός Συμβολικός Ρόλος
Τα σέρβιραν, αφού τα πασπάλιζαν με ζάχαρη (Κυπρή - Πρωτοπαπά 2003, 259).
Συνήθιζαν να παρασκευάζουν ζαμπουχχούες τη Σαρακοστή κατά τις νηστείες (Κυπρή - Πρωτοπαπά 2003, 259).
Συμπληρωματικές Πληροφορίες - Βιβλιογραφία
Κυπρή Θ. Δ. (επιμ.) (1983 [2003²]), Υλικά διά την σύνταξιν ιστορικού λεξικού της κυπριακής διαλέκτου, Μέρος Β΄, Γλωσσάριον Ξενοφώντος Π. Φαρμακίδου, Δημοσιεύματα του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών, IX, Λευκωσία.
Κυπρή Θ. - Πρωτοπαπά Κ. Α. (2003), Παραδοσιακά ζυμώματα της Κύπρου. Η χρήση και η σημασία τους στην εθιμική ζωή, Δημοσιεύματα του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών, ΧVIII, Λευκωσία.
Πέτρου-Ποιητού Ε. (2013), Από πού κρατάει η σκούφια τους. Λέξεις και ιστορίες από τον κόσμο της γεύσης, Εκδόσεις Επιφανίου, Λευκωσία.
Στάλω Λαζάρου, Δήμητρα Δημητρίου, Τόνια Ιωακείμ, Αργυρώ Ξενοφώντος