Πέντε - έξι εργάτες, οι ανεμιστάδες, ανέβαιναν στον σωρό και λίχνιζαν πρώτα με τα τσαττάλια. Όταν χώριζε λίγο το σιτάρι από το άχυρο χρησιμοποιούσαν τα θερνάτζια και στο τέλος όταν βαρούσε ο σωρός, γιατί είχε φύγει το πιο πολύ άχυρο, χρησιμοποιούσαν τα ξυλόφκυαρα.
Περιγραφή Τεχνικής
Μετά το αλώνεμαν, όταν το άχυρο ήταν πλέον αρκετά ψιλοκομμένο, ούτως ώστε να μπορούν να το τρώνε τα ζώα, έπρεπε ν’ αρχίσει το ανέμισμαν (το λίχνισμα) που ήθελε πολυχεριά. Το ανέμισμαν γινόταν υποχρεωτικά κατά τις ώρες που φυσούσαν οι θαλάσσιοι άνεμοι.
Αφού έκανε το σχήμα του σταυρού με τα ξυλόφτυαρκα [ξυλόφτυαρα] πάνω στον σωρό, ο πιο έμπειρος από τους παρόντες, χάραζε σέρνοντας τα πόδια, δύο παράλληλα αυλάκια που είχαν πέντε με έξι πόδια απόσταση μεταξύ τους και με εγκάρσια κατεύθυνση από αυτή του αέρα. Μεταξύ αυτών των δύο αυλακιών θα στοιβαζόταν και θα διαμορφωνόταν, με τα ξυλόφκυαρκα και τα θερνάτζια [ξύλινα οδοντωτά φτυάρια], το λαμνίν (ο σωρός). Ο σωρός δεν ήταν στρογγυλός αλλά επιμήκης ακολουθώντας την κατεύθυνση των δύο αυλακιών που χαράχτηκαν αρχικά. Αφού σκουπιζόταν καλά το υπόλοιπο μέρος του αλωνιού και ήταν όλα έτοιμα για το καθ’ εαυτό ανέμισμα, ζητούσαν άδεια από τον μεμούρη που ήταν υπεύθυνος για τη φορολογία της δεκάτης. Για να δοθεί άδεια ανεμίσματος από τον μεμούρη έπρεπε, σύμφωνα με οθωμανική διάταξη, να παρουσιαστούν σ’ αυτόν αποδείξεις ότι ο γεωργός είχε πληρώσει όλους τους, μέχρι τη μέρα εκείνη, οφειλόμενους φόρους. Η διάταξη αυτή, όμως δεν εφαρμόστηκε ποτέ, εκτός βέβαια από τις περιπτώσεις πλουσίων και δύστροπων γεωργών, διότι σύμφωνα με μαρτυρία του Σακελλάριου θεωρείτο ως πολύ σκληρή.
«Πέντε- έξι εργάτες, οι ανεμιστάδες, ανέβαιναν στον σωρό και λίχνιζαν πρώτα με τα τσαττάλια. Όταν χώριζε λίγο το σιτάρι από το άχυρο χρησιμοποιούσαν τα θερνάτζια και στο τέλος όταν βαρούσε ο σωρός γιατί είχε φύγει το πιο πολύ άχυρο χρησιμοποιούσαν τα ξυλόφκυαρα» (Κυπριανού 1990, 44).
Στέκονταν τότε στη σειρά οι ανεμιστάδες με τον αέρα να φυσά πλευρικά και χρησιμοποιώντας τα θερνάτζια και τα ξυλόφκυαρκα σήκωναν και έριχναν το μάλαμαν λίγο-λίγο στον αέρα για να χωρίσει. Πρώτα, κοντά στους ανεμιστά(δ)ες, έπεφταν τα κόντυλα, μετά ο καρπός και πιο πέρα το άχυρο. Μια γυναίκα που κρατούσε μια σαρκάν [σάρωθρο] έσπρωχνε προς τους ανεμιστές το μάλαμα που είχε πέσει κοντά τους και δεν είχε χωρίσει καλά (Ιωνάς 2001, 58-59, 67-69).
Σύμφωνα με περαιτέρω περιγραφές, κατά το λίχνισμα μάζευαν και έστηναν, δηλαδή στοίβαζαν, το μάλαμα σε έναν σωρό που λεγόταν «λαμνί» και είχε πλάτος 2 μέτρα, ύψος 2-3 πόδια και μήκος 10-15 μέτρα. Μετά 6-8 άνδρες, πολλές φορές και δέκα, άρχιζαν το ανέμισμα με τα θερνάτζια ή φερνάτζια. Το φερνάτζιν έμοιαζε σαν φτυάρι με πυκνά σκαψίματα στην άκρη σε σχήμα V. Ενώ ένας άντρας ανέμιζε, μια γυναίκα δίπλα σκούπιζε συνεχώς προς τα πίσω το άχυρο και τα «κόντυλα» που ξεχώριζαν.
Το ανέμισμαν γινόταν κατά τις απογευματινές ώρες που φυσούσε ο άνεμος δυτικός (λίβας) ή νότιος. Ανέβαιναν λοιπόν οι άνδρες πάνω στο στοιβαγμένο μάλαμα και άρχιζαν το ανέμισμα.
Κατά την πρόοδο του ανεμίσματος έφευγε το άχυρο και έμενε ο σπόρος του σιταριού ή του κριθαριού που τον ανέμιζαν και πάλι με το ξυλόφτυαρο [φτυάρι μονοκόμματο από ξύλο] για να αφαιρέσουν τα κόντυλα [τα χοντρά κομμάτια του κορμού του σιταριού ή κριθαριού] που ήταν αναμεμειγμένα με τον σπόρο. Για τον σκοπό αυτό χρησιμοποιούσαν και τις σαρκές [σκούπες από μαζιά ή θρουμπιά]. Το γέννημαν [η σοδειά] ύστερα από αυτή τη διαδικασία σχημάτιζε ένα αρκετά μακρόστενο σωρό, τη «βέρκα». Κατόπιν το καθάριζαν από κάθε ξένη ουσία με ένα κόσκινο, το οποίο είχε μεγάλες τρύπες, το αρβάλιν (Πίπης 2000, 102-103 και Μιχαλακοπούλου-Χαραλάμπους 1998, 322).
λίχνισμα
Τα άτομα που εργάζονταν στο ανέμισμα ονομάζονταν ανεμιστάδες.
Συμπληρωματικές Πληροφορίες & Βιβλιογραφία
Το ανέμισμα συνδεόταν με διάφορες δεισιδαιμονίες και πράξεις, που αφορούσαν στην προστασία του καρπού. Το λαμνίν [ο σωρός που δημιουργείτο μετά τον κατακερματισμό του αλωνίσματος] έμενε εκτεθειμένος μέχρι και το ανέμισμαν, αλλά για να προστατευτεί από το κακό μάτι λαμβάνονταν αποτρεπτικά μέτρα, όπως ήταν η τοποθέτηση ενός σταυρού και μιας κοπριάς βοδιού. «Πάνω στο λαμνίν εβάλλαμεν έναν σταυρόν ξύλενον ή, με αχουρίες, έναν κλωνίν ελιάν για να ευλοήσει ο Θεός να πολλύνει το σιτάριν τζαι έναν μαυρόροτσον [μαύρη πέτρα]. Ο μαυρόροτσος εσήμαινεν να βαρήσουν τα κουννιά [τον καρπό] του σιταρκού, του κριθαρκού όπως βαρεί ο ρότσος. Επίσης εβάλλαμεν τζαι μιαν βουννιάν του βου ξερήν [κοπριά του βοδιού] για να 'ναι ευλοημένον το λαμνίν μας. Κατόπιν, εμπήαμεν τα θερνάτζια τζαι τα φκυάρκα μέσ’ στο λαμνίν τζειαμαί που’ ταν ν’ αρκέψουμεν ανέμισμαν τζαι μέσα σ’ έναν σταυρόν για να ευλοήσει ο Θεός να βκάλουμεν πολλύν ψουμίν. Εκαχούμαστιν τζι επεριμέναμεν τον αέραν να στρώσει…»
Υπήρχε η δεισιδαιμονία ότι πάνω στον σωρό που σχηματιζόταν μετά το λίχνισμα (ανέμισμαν), έπρεπε να βάζουν ανάποδα το φτυάρι του τελευταίου ανεμιστή, ως να επρόκειτο για όπλο που χειριζόταν ο σωρός, δηλαδή η ενσάρκωση του αγαθού καλού. Το γεγονός μπορεί να συσχετιστεί και με το γνωστό στις μαγικές πρακτικές «κάρφωμα» για απόκλιση της ενέργειας όσων έτρεφαν έχθρα και ζήλια, σε ό,τι αφορά την παργωγή του ιδιοκτήτη. «Μετά ο τελευταίος που ανέμιζεν έππιαννεν το φκυάριν τζαι με την βοήθειαν τζαι τους άλλους εσυνάαν [μάζευαν] την κόρταν τζι εκάμναν την γουνάριν στροντζυλόν [στρογγυλό σωρό]. Κατόπιν, με την μούττην του φκυαρκού ένας εδίαν [έδινε] γυρόν χαμηλά πάνω στο γουνάριν που το σιτάριν τζι εγύριζεν το φκυάριν που την ανάποδην τζι εσταύρωννεν το γουνάριν με μιαν γραμμήν που άφηννεν το φκυάριν. Πάλε εβάλλαμεν τον σταυρόν ξύλενον ή με την αχουρίαν την βουνιάν τζι εμπήαμεν τους νούρους των θερνατζιών τζαι των φκυαρκών τζι εχώννουντον [κρύβονταν] μέσα στο γουνάριν τζι εφαίνοντον μόνον οι άκρες τους. Εβάλλαμεν μέσα στο φκυάριν σιτάριν τζι εκάμναμεν τον σταυρόν τζι εφεύκαμεν για το σπίτιν να φάμεν τζαι να ησυχάσουμεν» (Ιωνάς 2001, 67-69).
Στην Περιστερωνοπηγή, όταν τέλειωνε το αλώνισμα, το έκαναν σωρό και περίμεναν να φυσήσει νότος, για να ανεμίσουν και να χωρίσει με αυτό τον τρόπο το γέννημα από τα άχυρα. Ο νότος ήταν ο πιο κατάλληλος αέρας για το ανέμισμα. Στις περιπτώσεις που δε φυσούσε βοηθητικός αέρας αρκετοί μεγαλοκτηματίες, για να μην καθυστερούν, ξεκινούσαν αλώνισμα με άλλα δεμάτια, στο δεύτερο τους αλώνι.
Οι ώρες του ανεμίσματος ήταν πραγματικά πολύ έντονες σε όλους τους Περιστερωνοπηγιώτες μιας κάποιας ηλικίας. Τότε τα λεπτά φρεσκοκομμένα άχυρα, οι «άγνες», γέμιζαν τον αέρα και εισχωρούσαν αδιάκριτα από την πιο μικρή χαραμάδα σε κάθε σπίτι. Στις αυλές και τα κράσπεδα των χαντακιών σχημάτιζαν μακριές χρυσές λωρίδες και άφηναν στη μύτη μας μια μυρωδιά, πολύ φυσική, καλοκαιρινή, Μιχαλακοπούλου-Χαραλάμπους 1998, 322).
Στο επισυναπτόμενο αρχείο , ο Αδάμος Κατσαντώνης περιγράφει τη διαδικασία ανεμίσματος, μέσα από τη διαλεκτική ποίηση του.
Ιωνάς Ι. (2001), Τα παραδοσιακά επαγγέλματα της Κύπρου, Δημοσιεύματα του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών, ΧΧΧVΙΙ, Λευκωσία.
Κυπριανού Π. Χ. (1992), «Λαογραφικά του Παλαίκυθρου», Λαογραφική Κύπρος, 42 (παράρτημα), 1-101.
Λαζαρίδης Σ. (επιμ.) (2005), Το μεγαλείο και η απλότητα της Κύπρου: φωτογραφίες του Βαχάν Αβεντισσιάν, 1925-1950, Πολιτιστικό Κέντρο Ομίλου Λαϊκής, Λευκωσία.
Μιχαλοπούλου-Χαραλάμπους Χ. (1998), Περιστερωνοπηγή. Από την αρχαιότητα μέχρι το 1974, Προσφυγικό Σωματείο «Ένωση Περιστερωνοπηγιωτών», Λευκωσία.
Πίπης Χ. (2000), Αργάκι: 1800-1974, Ι. Γ. Κασουλίδης & Υιός Λτδ, Λευκωσία.
Ελένη Χρίστου, Στάλω Λαζάρου, Τόνια Ιωακείμ, Πετρούλα Χατζηττοφή, Αργυρώ Ξενοφώντος