αλάρμη,η

Αλατισμένο νερό.


Ονομασία - Προέλευση
Κυπριακή Ονομασία
αλάρμη, λάρμη, αλάλμη, νεράλμη, σαλαμούρα
Ελληνική Ονομασία - Περιγραφή

Πρόκειται για τη νεράλμη, αλατισμένο νερό που χρησιμοποιείται στην κουζίνα (Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια, τ. 1, λήμμα αλάρμη,η, 338).

Γλωσσικές Παρατηρήσεις

Η λέξης λάρμη ή αλάρμη έχει προέλευση από: αρχ. ιλύς ή άλας + αρχ. άλμη, με τροπή του λμ ˃ ρμ (Γιαγκουλλής 2009, λήμμα λάρμη - αλάρμη,η, 250).

Στα αρχαία η λέξη είναι ἅλμη ή ἁλμαία και στα ιταλικά σαλατούρα (Κυπρή 1979 [2002²], λήμμα νεράλμη και αλάρμη,η, 329).

Μέθοδος Επεξεργασίας

Κατασκευάζεται με απλό νερό, στο οποίο προστίθεται άλας, μέχρι το σημείο που το υγρό λάβει τόση πυκνότητα, ώστε αν ρίξουμε αβγό κότας στο υγρό, δηλαδή στην αλάλμη, να επιπλέει (Κυπρή 1989, λήμμα αλάρμη,η, αλάλμη,η, 316).

Συμπληρωματικά Στοιχεία

Τοποθετούνται ελιές για να «ψηθούν» και να διατηρηθούν για μακρύ διάστημα, καθώς και λαχανικά. Στα παλαιότερα χρόνια με την αλάρμη έπλεναν πληγές καθώς και πληγωμένα ούλα για την παύση αιμορραγιών (Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια, τ. 1, λήμμα αλάρμη,η, 338).

Βιβλιογραφία

Γιαγκουλλής Κ. Γ. (2009), Θησαυρός Κυπριακής Διαλέκτου. Ερμηνευτικό, Ετυμολογικό, Φρασεολογικό και Ονοματολογικό Λεξικό της Μεσαιωνικής και Νεότερης Κυπριακής Διαλέκτου, Βιβλιοθήκη Κυπρίων Λαϊκών Ποιητών,70, Εκδόσεις Theopress, Λευκωσία.

Κυπρή Θ. Δ. (επιμ.) (1979 [2002²]), Υλικά διά την σύνταξιν ιστορικού λεξικού της κυπριακής διαλέκτου, Μέρος Α΄, Γλωσσάριον Γεωργίου Λουκά, Δημοσιεύματα του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών, XLI, Λευκωσία.

Κυπρή Θ. Δ. (επιμ.) (1989), Υλικά διά την σύνταξιν ιστορικού λεξικού της κυπριακής διαλέκτου, Μέρος Γ΄, Γλωσσάριον Ιωάννου Ερωτοκρίτου, Δημοσιεύματα του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών, XIV, Λευκωσία.

Παυλίδης Α. (επιμ.) (1984), Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια, τ. 1, Φιλόκυπρος, Λευκωσία.

Ερευνητής/Καταχωρητής

Κυριακή Παντελή, Αργυρώ Ξενοφώντος