Η ελιά στην αρχαιότητα
Ονομασία - Προέλευση
Ελιά
Όπως συνηθίζεται σήμερα, έτσι και στην αρχαιότητα οι ελιές τύγχαιναν επεξεργασίας πριν από την κατανάλωσή τους. Ο Ησύχιος (5ος αι.μ.Χ.) στο λεξικό του, καταγράφει τη λέξη ‘βομβοĩαι’ ως την κυπριακή ονομασία για τις κολυμπάδες ελιές (Χατζηιωάννου 1975, 354). Κολυμπάδες είναι οι ελιές οι οποίες διατηρούνται στην άλμη. ΚΕΙΜ.1
Λειτουργικός Συμβολικός Ρόλος
Η ελιά ήδη από την αρχαιότητα αποτελούσε βασικό είδος στη διατροφή των Κυπρίων, τόσο ως καρπός όσο και ως το παράγωγό του το ελαιόλαδο.
Συμπληρωματικές Πληροφορίες - Βιβλιογραφία
Πληροφορίες για την ελιά (ως δέντρο και καρπό) στην αρχαία Κύπρο αντλούμε μέσα από ευρήματα ανασκαφών, γραπτές πηγές και απεικονίσεις.
Μακροβοτανικά κατάλοιπα τα οποία μαρτυρούν την κατανάλωση και την επεξεργασία του καρπού της ελιάς σε ελαιόλαδο είναι οι πυρήνες ελαιόκαρπου, απανθρακωμένοι και μη.
Τέτοια κατάλοιπα έχουν ανευρεθεί στην Κύπρο σε θέσεις της Νεολιθικής περιόδου, της Χαλκολιθικής, της Ύστερης εποχής του Χαλκού μέχρι και την Ελληνιστική περίοδο. Η απουσία πυρήνων από τα ευρήματα της Πρώιμης και Μέσης εποχής του Χαλκού θεωρείται ότι δεν οφείλεται σε μειωμένη κατανάλωση και χρήση του καρπού αλλά στο γεγονός ότι οι περισσότερες ανασκαμμένες θέσεις αυτής της περιόδου είναι νεκροπόλεις (Hadjsavvas 1992, 3).
Η μετάβαση από το άγριο είδος στην καλλιέργεια εντοπίζεται στις μετρήσεις του πυρήνα. Η επιμήκυνση στον καρπό ισοδυναμεί με το καλλιεργήσιμο είδος (Hadjsavvas 1992, 3).
Στις γραπτές πηγές συναντούμε την ονομασία ‘ἐλαία’ μαζί με άλλα τρόφιμα στο έργο του Κλεάρχου του Σολέως (4ος-3ος αι.π.Χ.) ‘Περί γρίφων’. Το απόσπασμα παραθέτει ο Αθήναιος (2ος-3ος αι.μ.Χ.) στο έργο του ‘Δειπνοσοφισταί’(19.649). ΚΕΙΜ.2
Σε θέσεις της Ύστερης Εποχής του Χαλκού έχουν ανευρεθεί αποθηκευτικοί πίθοι τους οποίους διακοσμούν ταινίες με εμπίεστες παραστάσεις (Χατζησάββας 2008, 49).
Στη θέση Μάα-Παλαιόκαστρο ανευρέθηκαν 16 θραύσματα από αποθηκευτικό πίθο τα οποία συνιστούν μία παράσταση. Η παράσταση έχει σχηματιστεί με σφραγιδόλιθο (Porada 1988, 303) και απεικονίζει δύο ζεύγη αιγών να τρέφονται από τα φύλλα κάποιου δέντρου. ΕΙΚ.1α,β Το δέντρο κατά την Porada (1988, 302) παραπέμπει στο μυκηναϊκό πρότυπο μίας σειράς ελεφαντοστέινων αντικειμένων στα οποία εμφανίζεται το ελαιόδεντρο (‘Olive-tree ivories’, Kantor 1960, 22)
Σε αυτή την κατηγορία ανήκει μία παράσταση ελεφαντοστέινης κασετίνας παιχνιδιού από την Έγκωμη. Στην απεικόνιση ένας ζεύγος ταύρων κάθονται με ελαφρώς στραμμένο το κεφάλι προς την ελιά, όπως και στο μοτίβο με τις κατσίκες. ΕΙΚ.2
Και τα δύο αντικείμενα χρονολογούνται κατά τα τέλη 13ου αρχές 12 αι.π.Χ. (Ύστερη Εποχή του Χαλκού). Στην απεικόνιση από τη Μάα, μία λεπτομέρεια επιβεβαιώνει ότι πρόκειται για ελαιόδεντρο. Στη βάση του δέντρου υπάρχει ένα ωοειδές εξόγκωμα. Το εξόγκωμα αυτό προκαλείται όταν αφαιρούνται νεαροί βλαστοί από τον κορμό και το δέντρο δημιουργεί υπερσάρκωμα για να καλύψει την ‘πληγή’ (Χατζησάββας 2008, 50). Η επαναλαμβανόμενη αυτή διαδικασία δημιουργεί το εξόγκωμα το οποίο κατά την Porada (1988, 303) δεν αποκλείεται να παραπέμπει σε στοιχεία γονιμότητας. ΕΙΚ.3
Στην Ύστερη Εποχή του Χαλκού χρονολογούνται επίσης τα θραύσματα αποθηκευτικών πίθων με εμπίεστο αποτύπωμα σφραγιδοκυλίνδρου από τη θέση Άλασσα-Παλαιοταβέρνα. Η παράσταση απεικονίζει δύο μονομαχίες, ένα πολεμιστή με ένα λιοντάρι και ένα πολεμιστή με ένα γρύπα. Στο πίσω μέρος απεικονίζεται ένα ελαιόδεντρο. Σύμφωνα με τον Χατζησάββα (2008, 50) το δέντρο ταυτίζεται με ελαιόδεντρο πρώτον γιατί ο κορμός λεπταίνει από κάτω προς τα πάνω και δεύτερον γιατί οι βλαστοί ξεκινούν σχεδόν από το έδαφος, βασικό χαρακτηριστικό του ελαιοδέντρου. ΕΙΚ.5
Ανάλογο μοτίβο διπλής μονομαχίας απεικονίζεται σε ελεφαντοστέινη λαβή καθρέφτη από τη Νεκρόπολη της Αμαθούντας, η οποία κατατάσσεται χρονολογικά στη Γεωμετρική περίοδο (1050-750 π.Χ.). Τις σκηνές διαχωρίζει ένα ελαιόδεντρο (Hadjisavvas 2002, 86).
Κατά το Χατζησάββα (2002, 87) η σημασία του ελαιοδέντρου σε αυτές τις απεικονίσεις, σε αποθηκευτικά σκεύη ή αντικείμενα κύρους, δεν αντικατοπτρίζει μόνο την ανάγκη του καλλιτέχνη για διαχωρισμό των σκηνών ή κάλυψη του κενού χώρου, αλλά τη διαφοροποίηση της σημασίας του ελαιοδέντρου για την οικονομία από την Ύστερη Εποχή του Χαλκού και έπειτα με τη μαζικοποίηση της παραγωγής του ελαιολάδου.
Hadjisavvas, S. (2002) ‘An ivory mirror handle from Amathous’, RDAC, 83-88
Hadjisavvas, S. (1992) Olive-oil processing in Cyprus-from the Bronze Age to the Byzantine Period, Studies in Mediterranean Archaeology 99. Nicosia: Paul Astroms
Gulick, C.B. trans. (1980) Athenaeus-The Deipnosophists 14.649a, Loeb Classical Library τ.6. Cambridge: Harvard University Press, 504-505
Kantor, H.J. (1960) ‘Ivory Carving in the Mycenaean Period’, Archaeology, τ.13, αρ.1, 22-25
Porada, E. (1988) ‘Relief Friezes and Seals from Maa-Palaeokastro’ στο: Karageorghis, V.; Demas, M. Excavations at Maa-Palaeokastro 1979-1986. Nicosia: Department of Antiquities, 301-306
‘Λεξικό της Ελιάς’ [online] Στο: <http://www.oliveoil.gr/el/dictionary/index.jsp> [Πρόσβαση: 15 Ιουνίου 2010)
Χατζηιωάννου, Κ. (1975), Η Αρχαία Κύπρος εις τας Ελληνικάς πηγάς, τ.Β, Λευκωσία: Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου
Χατζησάββας, Σ. (2008) Η Ελιά και το Λάδι στον Αρχαίο Ελληνικό Κόσμο. Αθήνα: Πολιτιστικό Ίδρυμα Ομίλου Πειραιώς
Νατάσα Χαραλάμπους